Πολιτικές και ιστορικές διαστάσεις του θεσμού της εναλλακτικής κοινωνικής υπηρεσίας,
Πολιτικές και ιστορικές διαστάσεις του θεσμού της εναλλακτικής κοινωνικής υπηρεσίας από την προσωπική μου εμπειρία
Έχουν ήδη συμπληρωθεί 12 χρόνια από την έναρξη λειτουργίας του Νόμου 2510/97. Για όλους όσοι ξεκινήσαμε εναλλακτική κοινωνική υπηρεσία κατά το πρώτο διάστημα εφαρμογής της τότε νέας νομοθεσίας, δηλαδή γύρω στο 1998 -99, η περίοδος εκείνη δεν μοιάζει σε τίποτε με το σημερινό καθεστώς λειτουργίας αυτού του σημαντικού για τα ανθρώπινα δικαιώματα θεσμού.
Θα πρέπει εξαρχής να τονιστεί ότι την εποχή εκείνη η εισαγωγή ενός τέτοιου νόμου στο θεσμικό πλαίσιο της Ελλάδας αποτελούσε «επί της αρχής» μια μεγάλη πρωτόγνωρη τομή, παρόλο που τα βασικά γνωρίσματα των συγκεκριμένων ρυθμίσεων είχαν έντονα τιμωρητικό και εκδικητικό χαρακτήρα σε βάρος των αντιρρησιών συνείδησης . Θα μπορούσε να το συγκρίνει κανείς με την αντίστοιχη τομή που συνιστά «επί της αρχής» στις ημέρες μας η ρωγμή που επιχειρεί το νέο νομοσχέδιο περί ιθαγένειας σε ό,τι αφορά το λεγόμενο «δίκαιο του αίματος». Όπως και τώρα, έτσι και τότε περίσσευαν οι λυσσαλέες και υστερικές κραυγές των εθνικιστών για «εθνοκτόνο νομοσχέδιο» που τάχα αποτελεί δυναμίτη στα θεμέλια της εθνικής άμυνας της χώρας, κλπ. Επιστρατεύτηκαν γνωστές γραφίδες του υπερσυντηρητικού κατεστημένου, όπως ο Γιάννης Μαρίνος, ο οποίος επί σειρά ετών είχε δημόσια αλληλογραφία με τη Διεθνή Αμνηστία πάνω στο θέμα αυτό, κατηγορώντας την οργάνωση αυτή για την υποστήριξη που παρέχει προς τους διεκδικητές του δικαιώματος άρνησης στράτευσης για λόγους συνείδησης.
Θυμάμαι ότι όταν εξαγγέλθηκε από την τότε κυβέρνηση ότι θα αναγνωριστεί επιτέλους η αντίρρηση συνείδησης στην Ελλάδα έψαχνα σπίτι για να μετακομίσω προκειμένου να λάβω τα απαραίτητα μέτρα προφύλαξης που κάθε ανυπότακτος που δεν επιθυμούσε να συλληφθεί όφειλε να λαμβάνει. Η αιφνιδιαστική ανακοίνωση σχετικά με τη νέα ρύθμιση οφείλεται στις έντονες πιέσεις που δεχόταν τότε η Ελλάδα σε όλα τα διεθνή φόρα , αφού δικαίως επικρινόταν για συστηματική παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η ύπαρξη εκατοντάδων Μαρτύρων του Ιεχωβά στις φυλακές της Σίνδου ήταν καθοριστικό στοιχείο που αποδείκνυε το μέγεθος της παραβίασης δικαιωμάτων και ελευθεριών. Αμέτρητα ψηφίσματα του Ευρωκοινοβουλίου και Συστάσεις του Συμβουλίου της Ευρώπης έφεραν το πολυπόθητο αποτέλεσμα, δεδομένου ότι το αξιέπαινο και θαρραλέο κίνημα υποστήριξης αντιρρησιών συνείδησης που δημιουργήθηκε μέσα στην Ελλάδα με αφορμή τις πρώτες δηλώσεις ιδεολογικών αντιρρησιών το 1986 και 1988 (Μαραγκάκης και Μακρής) ενώ στην αρχή φάνηκε να έχει στοιχεία μαζικότητας , στη συνέχεια είχε πολύ μικρή αριθμητική εμβέλεια, και άρα και απήχηση στη βαθιά εθνικιστική και σκοταδιστική ελληνική κοινωνία.
Το κενό αυτό, δηλαδή την ανυπαρξία μαζικού κινήματος, αναπληρώθηκε από το αντικειμενικό γεγονός της πραγματικής φυλάκισης εκατοντάδων θρησκευτικών αντιρρησιών, σε συνδυασμό με τις πιέσεις από Ευρώπη και από Διεθνή Αμνηστία. Ο τότε υπουργός εξωτερικών Πάγκαλος είχε δηλώσει ότι σε όλες τις ευρωπαϊκές συναντήσεις που συμμετείχε όλοι τον πίεζαν να υπάρξει κάποια ρύθμιση. Το καινοφανές στοιχείο στη διαδικασία ήταν όμως το εξής. Ενώ την εποχή εκείνη δεν εφαρμοζόταν η σημερινή μεταμοντέρνα (και ασφαλώς, σε μεγάλο βαθμό, υποκριτική) διαδικασία της συλλογικής διαβούλευσης στο υπουργικό συμβούλιο, αλλά ο κάθε υπουργός έφερνε προς συζήτηση το νομοσχέδιο της αρμοδιότητα του, και αυτό επικυρωνόταν τυπικά από τους υπόλοιπους, στην περίπτωση της εναλλακτικής υπηρεσίας εφαρμόστηκε μια αντίστροφη διαδικασία. Συνήλθε το υπουργικό συμβούλιο υπό τον πρωθυπουργό και έλαβε δεσμευτική πολιτική απόφαση για θέσπιση της εναλλακτικής υπηρεσίας δίνοντας συλλογική κυβερνητική εντολή προς τον υπουργό άμυνας Τσοχατζόπουλο να εισηγηθεί νομοσχέδιο. Εκτιμώ ότι αυτό συνέβη διότι ο υπουργός άμυνας, όντας όμηρος του στρατιωτικού κατεστημένου, δεν είχε καν το πολιτικό θάρρος να αναλάβει μόνος του μια τέτοια πρωτοβουλία, και ζήτησε να προηγηθεί «κάλυψη» της κυβέρνησης προκειμένου στη συνέχεια να παρουσιάσει το θέμα αυτό ως «τετελεσμένη απόφαση» προς τη στρατιωτική καμαρίλα του ελληνικού Πενταγώνου, προκειμένου να ελαχιστοποιηθούν οι εσωτερικές αντιδράσεις. Πρόκειται δηλαδή για σαφή απόδειξη του ισχυρού ρόλου του στρατού και της αδίστακτης ανάμειξης του στα πολιτικά πράγματα της χώρας, ιδίως κάθε φορά που το διακύβευμα σχετίζεται με τη θητεία, την άμυνα, κλπ. Εξάλλου, κατά το παρελθόν, ο ίδιος ο Στρατός είχε κατορθώσει να μπλοκάρει νομοσχέδια για εναλλακτική υπηρεσία, βάζοντας τροχοπέδη σε σχετικές πρωτοβουλίες τριών υπουργών άμυνας, ασχέτως κυβερνήσεων (Χαραλαμπόπουλος, Βαρβιτσιώτης, Αρσένης).
Έτσι, οι βασικές αντιδράσεις προήλθαν κυρίως από εθνικιστικές εφημερίδες, από την Εκκλησία, και από ορισμένους γραφικούς βουλευτές τόσο της (ενωμένης τότε) Δεξιάς όσο και του «πατριωτικού» ΠΑΣΟΚ, δεδομένου ότι δεν υπήρχε ακόμη το ΛΑΟΣ στο πολιτικό στερέωμα της χώρας. Δεν είναι τυχαίο ότι ο σκοταδιστής Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος σε παλαιότερο άρθρο του είχε γράψει ότι οι αντιρρησίες χρήζουν λοβοτομής προκειμένου να αλλάξουν απόψεις. Ωστόσο, την εποχή της ψήφισης του νόμου Αρχιεπίσκοπος ήταν ακόμη ο Σεραφείμ, που ακολουθούσε μια ηπιότερη πολιτική σε σχέση με το διάδοχο του, και έτσι το θέμα δεν πήρε μεγαλύτερες διαστάσεις από πλευράς Εκκλησίας (η οποία τότε κυρίως ενδιαφερόταν να μην αυξηθεί η κοινωνική αποδοχή των Μαρτύρων του Ιεχωβά).
Μια άλλη θεσμική πρωτοτυπία, πέραν αυτής που αφορούσε τη δέσμευση του υπουργικού συμβουλίου, έλαβε χώρα και κατά τη διάρκεια της ψήφισης. Είναι από τις λίγες φορές που το σύστημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που ασφαλώς δεν είναι σε θέση από μόνο του να εγγυηθεί μια ουσιαστική πραγματική δημοκρατία όπως τη φανταζόμαστε όλοι όσοι πρεσβεύουμε απόψεις αυτοδιαχείρισης, αυτονομίας, δημοκρατικού κομμουνισμού, κλπ, έζησε ημέρες παλαιάς δόξας, αφού τέθηκε εν αμφιβόλω η πάγια πρακτική της απλής επικύρωσης νομοσχεδίων που προετοιμάζει η εκτελεστική εξουσία (μια πρακτική που έχει οδηγήσει σε καταρράκωση του ηθικού και πολιτικού κύρους της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, αφού τελικά το κοινοβούλιο απλώς διεκπεραιώνει ειλημμένες αποφάσεις). Έτσι, περίπου 12 βουλευτές του ΠΑΣΟΚ, μέλη του εθνικιστικού μπλοκ, υπό τον κ. Παπαθεμελή, καταψήφισαν το νομοσχέδιο για την εναλλακτική υπηρεσία επιδεικνύοντας μια άνευ προηγουμένου μισαλλοδοξία. Ευτυχώς, ο τότε ΣΥΝ μαζί με το ΚΚΕ και (παραδόξως) το ΔΗΚΚΙ , υπερψήφισαν το νομοσχέδιο ζητώντας μάλιστα και βελτιώσεις σε ακόμη προοδευτικότερη κατεύθυνση. Οι συγκεκριμένες ψήφοι εξισορροπήσανε τις διαρροές του κυβερνητικού ΠΑΣΟΚ, με αποτέλεσμα το νομοσχέδιο να ψηφιστεί γλιτώνοντας από τη φυλακή πολύ κόσμο (ανάμεσα στους οποίους και ο υπογράφων). Οι τίτλοι των εφημερίδων της εποχής ήταν χαρακτηριστικοί. «Πέρασε η εναλλακτική υπηρεσία χάρη στις ψήφους των μικρών κομμάτων».
Όμως για τους πρώτους αντιρρησίες που υποβάλαμε αιτήσεις για εκπλήρωση υπηρεσίας, τα πράγματα ήταν αρκετά δύσκολα. Το στρατιωτικό κατεστημένο ξέσπασε πάνω μας όλο το μένος του για να μας εκδικηθεί για την ήττα που υπέστη. Μια άλλη πρωτοτυπία, σε σχέση με χώρες του εξωτερικού, ήταν και το γεγονός ότι δεν δόθηκε αυτόματη απαλλαγή στους λεγόμενους παλαιούς αντιρρησίες, που είχαν ταλαιπωρηθεί από διώξεις αγωνιζόμενοι για την ψήφιση του νόμου, πράγμα που είχε ως συνέπεια να κληθούν να υπηρετήσουν άτομα σχετικά μεγάλης ηλικίας, τα οποία φυσικά αρνήθηκαν, εξοργισμένα από τη δυσμενή αυτή μεταχείριση σε βάρος τους. Έτσι, τελικά περίμεναν (σε κατάσταση ανυποταξίας) τη συμπλήρωση του ορίου ηλικίας, προκειμένου να απαλλαγούν από την υποχρέωση στράτευσης.
Εμείς οι υπόλοιποι κληθήκαμε να υπηρετήσουμε σε παραμεθόριες περιοχές, κατά παράβαση κάθε έννοιας αναλογικότητας (και άρα κατά παράβαση του Συντάγματος) αφού για τους καραβανάδες το κριτήριο τοποθέτησης σε μια θέση δεν ήταν η πιθανή προσφορά στην τοπική κοινωνία αλλά η…εξομοίωση με την έλλειψη «καλοπέρασης» των φαντάρων. Κατά συνέπεια, ενώ μεταξύ στρατιωτικής θητείας και εναλλακτικής υπηρεσίας υπάρχει η ΒΑΣΙΚΗ ΔΙΑΦΟΡΑ ότι η πρώτη είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένη με τα σύνορα ενώ η δεύτερη όχι, οι τοποθετήσεις γίνονταν κατά τέτοιο τρόπο ώστε ο αντιρρησίας να βιώνει χωρίς λόγο μια αδικαιολόγητη εξορία, αφού τον απομακρύνανε βιαίως από τον τόπο των βιοτικών του δραστηριοτήτων και τον τοποθετούσαν σε απόσταση που δεν του επέτρεπε χρονικά και οικονομικά να επισκέπτεται τους δικούς του ανθρώπους κατά το Σαββατοκύριακο, όπως είναι αναφαίρετο δικαίωμα του. Αυτή η αθλιότητα διατηρήθηκε για τουλάχιστον πέντε χρόνια, και έτσι ένας αντιρρησίας του Νότου υπηρετούσε στο Βορρά, και ένας της Δύσης στην Ανατολή. Εγώ βρέθηκα στα Γιάννενα, σε ίδρυμα κοινωνικής πρόνοιας. Ευτυχώς ο πατέρας μου την περίοδο εκείνη μπόρεσε να με βοηθήσει ώστε να χρησιμοποιώ τις Παρασκευές αεροπορικό μέσο προκειμένου να βρίσκομαι στον τόπο κατοικίας μου κατά τα Σαββατοκύριακα και να επιστρέφω τις Δευτέρες , διότι θεωρούσα ως προσωπική ήττα το να υποταχτώ και να παραμείνω χωρίς τη θέληση μου σε μακρινό τόπο κατά τις ημέρες που δεν είχα υπηρεσία. Το αποτέλεσμα ήταν μια οικονομική αιμορραγία άνευ προηγουμένου.
Παρόλο που η τοποθέτηση μου ήταν σε θέση ΑΣΧΕΤΗ με τις νομικές μου γνώσεις (ενώ υπήρχαν άλλοι αντιρρησίες χωρίς νομικές γνώσεις που υπηρετούσαν σε γραμματεία δικαστηρίου της περιοχής !!), δηλαδή σε ίδρυμα κοινωνικής πρόνοιας (άσυλο ανιάτων), και συγκεκριμένα σε θέση συνοδηγού σε λεωφορείο που μετέφερε παιδιά με ειδικές ανάγκες στο σχολείο και μετά πάλι στο σπίτι τους, οι εργασιακές συνθήκες ήταν σχεδόν άριστες, και πολύ γρήγορα οι επιφυλάξεις του προσωπικού ξεπεράστηκαν. Τόσο εγώ όσο και οι περίπου δέκα Μάρτυρες Ιεχωβά που υπηρετούσαμε εκεί αντιμετωπιζόμασταν με συμπάθεια από τους εργαζόμενους. Το θεσμικό έλλειμμα της νομοθοεσίας αναπληρωνόταν από το στοιχείο της ανθρωπιάς. Έτσι, ο Διευθυντής μας , παρόλο που ήταν συντηρητικών αντιλήψεων, δεν μας προξένησε προβλήματα, και συνυπήρχαμε μαζί του χωρίς συγκρούσεις.
Μόνο δύο περιπτώσεις έντασης μπορώ να θυμηθώ. Η μία αφορούσε τις τηλεοπτικές μου εμφανίσεις σε ΜΜΕ της περιοχής, καθώς η δική μου προσέγγιση ήταν ότι για όσο διάστημα είμαι εκεί οφείλω πολιτικά να «διαφημίσω» αυτή τη στάση ζωής και να καλώ και άλλους νεολαίους να τη μιμηθούν. Αυτό προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων από τις τοπικές δεξιές εφημερίδες, οι οποίες με πηχυαίους τίτλους ζητούσαν από τον υπουργό άμυνας να «μαζέψει το θρασύτατο αντιρρησία που μιλάει στα κανάλια». Φυσικά , ξεκαθάρισα στην υπηρεσία μου ότι το συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας της έκφρασης δεν αναστέλλεται, και μάλιστα ούτε καν υπάρχει κάποιος σχετικός περιορισμός του στο κείμενο του ίδιου του νόμου περί εναλλακτικής υπηρεσίας. Έτσι, συνέχισα κανονικά τις εμφανίσεις, παρά την αρχική αναταραχή που δημιουργήθηκε.
Η δεύτερη φορά ήταν όταν το ΓΕΕΘΑ έστειλε μια κατάπτυστη εγκύκλιο για τα εργασιακά μας, ζητώντας από τη Διεύθυνση να απασχολεί τους αντιρρησίες ΚΑΙ κατά τα Σαββατοκύριακα Για μένα το πενθήμερο και το οκτάωρο όμως ήταν «κόκκινη γραμμή» (καθώς μάλιστα θεωρώ ότι σήμερα πρέπει να δουλεύουμε ακόμη λιγότερες ώρες), και ευθύς αμέσως δήλωσα ότι δεν θα συμμορφωθώ με την εγκύκλιο. Το ίδιο έπραξαν και οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, κατόπιν έγκρισης των κεντρικών τους γραφείων. Ήταν φανερό ότι το στρατιωτικό κατεστημένο προσπαθούσε να δημιουργήσει εστίες σύγκρουσης ανάμεσα στους αντιρρησίες και στις Υπηρεσίες τους, ώστε να αποσυρθούν όλοι οι υπηρετούντες και να καταρρεύσει στην πράξη ο θεσμός. Την ίδια εποχή, ο ακροδεξιός Μητροπολίτης Αμβρόσιος έκανε αίσχη (δηλαδή καψώνια) σε βάρος θρησκευτικών αντιρρησιών που υπηρετούσαν σε ίδρυμα της Μητρόπολης του, και τους φερόταν με απαράδεκτο τρόπο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να στείλει επιστολή η Ελληνική Ενωση για τα δικαιώματα του ανθρώπου προς τον υπουργό άμυνας θέτοντας το θέμα του ωραρίου αλλά και το ζήτημα της μη τοποθέτησης Μαρτύρων του Ιεχωβά σε ιδρύματα που ελέγχονται από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Τελικά, το υπουργείο υποχώρησε, και δέχτηκε να ανατίθεται εργασία τα Σαββατοκύριακα μόνο αν παρίσταται σοβαρή ανάγκη. Ούτως ή άλλως στη δική μας υπηρεσία δεν τέθηκε τέτοιο θέμα στην πράξη, αλλά μετά τη διευκρίνιση αυτή βελτιώθηκε η κατάσταση και σε πολλά άλλα ιδρύματα που ταλαιπωρούσαν αφάνταστα τους αντιρρησίες, με χειρότερη ίσως την περίπτωση του Σιδηροκάστρου Σερρών, όπου υπηρετούσε φίλος και σύντροφος (μέλος επίσης του Συνδέσμου Αντιρρησιών Συνείδησης).
Δεν μπορώ να ξεχάσω και την προσπάθεια μου να μετατεθώ εγγύτερα στην Αθήνα. Αυτό καταρχήν απαγορευόταν, αλλά κατ’ εξαίρεση, σύμφωνα με το νόμο, επιτρεπόταν μόνο αν η υπηρεσία δήλωνε ότι καταργεί τη συγκεκριμένη θέση. Παρόλο που η δική μου υπηρεσία έκανε παρόμοια δήλωση, η στρατολογία επέμενε να ερμηνεύει τη σχετική διάταξη ότι αφορά κατάργηση και «οργανικής θέσης υπαλλήλου», και όχι απλά της θέσης του αντιρρησία. Τότε, αναγκάστηκα να προσφύγω στο Συνήγορο του Πολίτη, ο οποίος εν μέρει δικαίωσε την άποψη μου, ότι δηλαδή αν μια υπηρεσία κάνει σχετική δήλωση περί κατάργησης θέσης του αντιρρησία (και όχι και της αντίστοιχης οργανικής) τότε είναι νόμιμη η μετάθεση αλλά επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του ΓΕΕΘΑ αν θα την υλοποιήσει ή όχι. Αυτό όμως έδωσε «πάτημα» στο ΓΕΕΘΑ να αρνηθεί την υλοποίηση, και έτσι παρέμεινα στα Γιάννενα. Σε μεταγενέστερες βελτιώσεις του νόμου, θεσπίστηκε ρητά το δικαίωμα για μετάθεση, ύστερα από τη συμπλήρωση συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος στην αρχική θέση υπηρεσίας.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι στη δική μου περίπτωση κατέρρευσε και το επιχείρημα των στρατοκρατών ότι η εναλλακτική υπηρεσία οφείλει να τελείται σε δυσμενέστερες συνθήκες και με μεγαλύτερη διάρκεια εξαιτίας του ότι τάχα ο αντιρρησίας δεν κινδυνεύει κατά την τέλεση της όπως κινδυνεύει ο φαντάρος.
Έπαθα ατύχημα την ώρα της δουλειάς μου, γλιστρώντας από τη σκάλα του λεωφορείου, και σπάζοντας με συντριπτικό κάταγμα το πόδι μου, με αποτέλεσμα να εγχειριστώ και να νοσηλευτώ επί 18 μέρες στο ΚΑΤ. Φυσικά δεν έφταιγε η υπηρεσία, αλλά το γεγονός της έλλειψης ύπνου, αφού εκ των πραγμάτων ήμαστε υποχρεωμένοι να χτυπάμε κάρτα στις 7 η ώρα το πρωί, και έτσι όλη την υπόλοιπη μέρα ο οργανισμός ήταν τσακισμένος και διαλυμένος.
Συμπερασματικά, θεωρώ ότι το θετικό στοιχείο της έμπρακτης συμμετοχής μας στο θεσμό της εναλλακτικής υπηρεσίας ήταν περισσότερο η γνωστοποίηση στις τοπικές κοινωνίες του γεγονότος ότι υπάρχουν εναλλακτικές στάσεις ζωής που επιλέγονται όχι από κάποιους περίεργους περιθωριακούς ανθρώπους, όπως θέλουν τα στερεότυπα, αλλά από φυσιολογικά παιδιά, που κατά τα άλλα δεν διαφέρουν σε τίποτε από τα παιδιά των δικών τους οικογενειών. Πετύχαμε δηλαδή έως ένα βαθμό να νομιμοποιηθεί η εναλλακτική υπηρεσία και στις συνειδήσεις των πολιτών.
Το δεύτερο που πετύχαμε ήτανε να κρατήσουμε ζωντανό ένα θεσμό, που στη συνέχεια βελτιώθηκε αρκετά. Όταν ξεκινήσαμε , η χρονική διάρκεια είχε το χαρακτήρα άκαμπτης ταρίφας, δηλαδή η στρατολογία προσέθετε 18 μήνες επιπλέον στο χρόνο θητείας που θα έκανε αν υπηρετούσε ο αντιρρησίας στις ένοπλες δυνάμεις. Αυτό ύστερα από χρόνια άλλαξε και αντικαταστάθηκε από αναλογικό συντελεστή (διπλάσια θητεία μείον ένας μήνας), ώστε οι μειώσεις κατά περίπτωση και κατηγορία να είναι δραστικότερες.
Δε χωράει αμφιβολία ότι αν όλα αυτά τα χρόνια υπήρχε ισχυρό και μαζικό κίνημα άρνησης στράτευσης , σήμερα όχι απλώς θα είχε βελτιωθεί ριζικά το καθεστώς της εναλλακτικής υπηρεσίας, αλλά θα είχε καταργηθεί ακόμη και ο υποχρεωτικός χαρακτήρας της θητείας γενικά, όπως άλλωστε συμβαίνει ήδη στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε.
Νάσος Θεοδωρίδης
μέλος του Συνδέσμου Αντιρρησιών Συνείδησης