Θεοδώρου Ορφανίδη: Τίρι – Λίρι ή το κυνηγέσιον εν νήσω Σύρω
του Ανδρέα Θ. Δρακάκη
Ο ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ γεννήθηκε στη Σµύρνη το 1817 και οι σφαγές της Σµύρνης (1821) ανάγκασαν τους γονείς του να εκπατριστούν και να καταφύγουν στη Σύρα περί τα τέλη Απριλίου 1821 (1). Τότε ήταν µόλις τεσσάρων ετών. Εκεί στην οικιζόµενη Ερμούπολη διδάχθηκε τα πρώτα γράµµατα. Όπως γράφει ο ίδιος στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης τού ποιήματός του, µε το οποίο ασχολούµεθα σήµερα, κρίνω, εκ των ων ουκ άνευ, να κάµω δηµοσία εξοµολόγησιν, ουχί προς όφελος της αμαρτωλής ψυχής µου, αλλά προς όφελος των Ερµουπολιτών… Εξ όλων των νήσων του Αιγαίου, τρέφω προς την άνυδρον Σύρον ιδιαιτέραν τινά συµπάθειαν και αγάπην. Και τούτο ουχί διότι πάσχω από υδροφοβίαν, αλλά διότι εν αυτή διήνυσα µέγα µέρος των παιδικών µου ηµερών… Εν Σύρω έζησεν επί πολύ ο πατήρ µου ως έµπορος και εν αυτή τέλος βλέπω τα στοιχεία καλής, ειρηνικής και προοδευτικής κοινωνίας(2).
Ο Θ. Ορφανίδης, µαζί µέ το νεότερο αδελφό του Δημήτριο, αφού τελείωσαν το δηµοτικό σχολείο στη Σύρα, µετοίκησαν στο Ναύπλιο όπου παρακολούθησαν τις εγκύκλιες σπουδές τους (σχολαρχείο – γυμνάσιο). Το 1835 ο Θ. Ορφανίδης διορίσθηκε υπουργικός γραφέας στην Αθήνα και το 1840 στάλθηκε µέ υποτροφία κρατική στο Παρίσι για να σπουδάσει βοτανική για την οποία επεδείκνυε ιδιαίτερη κλίση. Μετά τις λαµπρές σπουδές στο Παρίσι γύρισε στην Αθήνα όπου το 1850 διορίσθηκε έκτακτος καθηγητής της Βοτανικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για να γίνει το 1854 τακτικός καθηγητης. Πέθανε στις 5.8.1886 στην Αθήνα. Εκτός από την επίδοσή του στη Βοτανική διακρίθηκε και ως σατιρικός ποιητής. Πριν πάει στο Παρίσι δημοσίευσε τοµίδιο σατιρικών ποιημάτων µέ τον τίτλο Μένιππος που ήταν τόσο καυστικό και απρεπές ώστε να προκαλέσει την απόλυσή του από τη θέση του στο υπουργείο και την παραπομπή του σε δίκη, στην οποία καταδικάστηκε σε κράτηση τριών ηµερών! Ως κατηγορούμενος είχε χρησιμοποιήσει για δικηγόρο το γνωστό Αθηναίο δικηγόρο Περικλή Ίακ. Αργυρόπουλο στον οποίο αφιέρωσε και το δεύτερο τόµο του Μενίππου γνωστό και ως «ΠΕΡΙΑΚ» διότι είχε κι άλλο δικηγόρο πρώτο εξάδελφο επίσης Περικλή Αργυρόπουλο. Ο Αργυρόπουλος εκτίµησε την ελληνοµάθεια, την ευστροφία, το σατιρικό πνεύµα, αλλά και τις επιδόσεις του Ορφανίδη στη βοτανική, και φρόντισε να του δοθεί η αναγκαία υποτροφία για την οποία µιλήσαμε παραπάνω για να πάει στο Παρίσι να σπουδάσει βοτανολογία.
Εκτός από τα πολλά συγγράµµατά του που σχετίζονται µε τη βοτανική, που τον κατέστησαν πατέρα της βοτανολογίας στην Ελλάδα, δηµοσίευσε και τα εξής σατιρικά ποιήματα. Μένιππος, σε δύο τόμους, ο Ιώτας, το Τίρι-Λίρι, ο Άπατρις, ο Πύργος της Πέτρας, ο Άγιος Μηνάς κ.ά. Εκτός όµως απ’ αυτά έγραψε κι ένα µη σατιρικό ποίηµα το Χίος Δούλη, που επαινέθηκε πολύ όταν κυκλοφόρησε το 1858. Το Τίρι-Λίρι δηµοσιεύθηκε το 1858, αλλά τι ακριβώς σηµαίνουν οι δύο αυτές λέξεις δεν είναι γνωστό.
Το όλο περιεχόμενο του ποιήματος φανερώνει ότι το γράφει παλιός Συριανός για το νησί του. Γιατί ναι µεν έζησε στη Σύρα ως µόνιµος κάτοικός της όχι περισσότερα από πέντε έξι χρόνια όµως, όπως αναφέρει στον πρόλογό του, στο Τίρι-Λίρι: Διήνυσα µέγα µέρος των παιδικών µου ηµερών εκεί αι δε παιδικαί εντυπώσεις είναι η ποιητικωτέρα σελίς του βιβλίου της ζωής. Όταν δε αρχίζει την εξιστόρηση του «κυνηγεσίου» του περίφηµου «κούκου», ο οποίος είναι και το βασικό θέµα του ποιήματος, ο προσδιορισµός των κυνηγετικών τοποθεσιών αποδεικνύει ότι ο Ορφανίδης γνώριζε επακριβώς όλες αυτές τις συριανές τοποθεσίες. Η διήγησή του αρχίζει µε ειρωνική προσφώνηση της Σύρας µε τα ακόλουθα:
Χαίρε ξηρόννησος! τροφός εν µέρει των κηφήνων
Της Πρωτευούσης(3), και τροφός των θελκτικών Σειρήνων.
Αίτινες έλκουν τους γαµβρούς µε άσµατα ταλλήρων!
Χαίρε, η όζουσα βαρύ της πισσασφάλτου µύρον(4)!
Όπου δι’ έvα οβολόν σκληραί κροτούνται µάχαι!
Χαίρε, η θίν η άνυδρος! χαίρε των βράχων βράχε
Εις σε αν εφθειρίασεv ο Φερεκύδης πάλαι
Κερδίζονται καν σήµερον ποσότητες µεγάλαι,
Κ’ εις της τερπνής σου αγοράς τας αγυιάς τας πρώτας
Πολλοί τας φθειριώσας των ετίναξαν καπότας.
Η υποστηριζόμενη άποψη ότι κυκλοφορούσαν πολλές ψείρες στην αγορά της Ερµούπολης γίνεται περισσότερο για να ενθυμήσει ο Ορφανίδης την τραγική ασθένεια από την οποία πέθανε τον 6ο π.Χ. αιώνα ο διδάσκαλος του Πυθαγόρα Συριανός σοφός Φερεκύδης, που όντως πέθανε από φθειρίαση, παρά διότι οι συχνάζοντες στην αγορά της πόλεως έµποροι ήταν γεµάτοι ψείρες, αφού τότε η αγορά µας συγκέντρωνε τους εκλεκτότερους ξένους και ημεδαπούς εµπόρους(5). Στη συνέχεια ο Ορφανίδης περιγράφει την πενιχρότητα του Συριανού κυνηγιού σε αντίθεση µε τα υποστηριζόμενα από τους Συριανούς κυνηγούς για τις τροµερές «τζορνάδες του παλιού καλού καιρού», κατά τις οποίες σκοτώνονταν κατά εκατοντάδες τα τρυγόνια και κυρίως τα ορτύκια. Αντίθετα ο Ορφανίδης υποστήριζε τα ακόλουθα,
Tρισευτυχής ο κυνηγός ο τρώσας εις την µύτην
Ή φλύαρον κορυδαλλόν, η άσεµνον πυργίτην!
Σκολόπακες και πέρδικες, και κόσσυφοι και νήσσαι
Είναι υπάρξεις µυθικαί και επινοηθείσαι!
Σπανίως το φθινόπωρον δεκάδες ορτυγίων
Προς τους αµµώδεις φέρονται σωρούς και παραλίων.
Και είναι σπανιώτερον εάν την σύντροφόν της
Απώλεσ’ εις ερωτικόν κανέν ταξείδιόν της
Η τρυφερά τρυγών, κ’ εάν επί της νήσου Σύρου
Ήλθε να ζήση σώφρονα και βίον καλογήρου
Να εκπληρώσει την αγνή ευχήν της κεκρυµµένη
Η µυστική της έλευσις αδύνατον να µένη,
Αδύνατον περί αυτήν, και από πάντα βράχον
Να µη βροντήσουν φονικαί βολαί των πτηνοµάχων.
Και πώς να γίνη άλλως πως! αφ’ ου οργά συνήθως
Ανώτερον των κυνηγών, ή των πτηνών το πλήθος:
Ενίοτε οι κυνηγοί κατά κοινόν καθήκον
Παρηγορούνται µ’ όλεθρον των σταφυλών και σύκων.
Και τότε δα αλλοίμονον ‘ς την άµπελον εκείνην,
Την αποζηµιόνουσαν την δίψαν των κ’ οδύνην!
Αλλοίµονον εις την συκήν, ην δρέπουσι µε ζήλον,
Διότι, εις τους κλάδους της δεν µένει ουδέ φύλλον.
Αφού δε εκθέτει τα παραπάνω ο Ορφανίδης, τα οποία παρουσιάζουν τις µέχρι και των ηµερών µας κρατούσες συνήθειες των κυνηγών της Σύρας, τόσον όµως χαριτωµένα και πανέξυπνα, καταλήγει στην εµφάνιση του πρωταγωνιστή του έργου του, του Χιώτη εµπόρου Ζολώτα, ο οποίος ξεκινά από την Ερμούπολη και έφθασεν εις το Πισκοπείον χωρίς να ίδη πετεινόν, ή πετεινού σηµείον γι’ αυτό εγκαταλείπει το Πισκοπειό και συνεχίζει ο Ορφανίδης:
Εκείθεν τα επρύµνισε εις του Κοϋµού το ρεύµα?
Και αναβάς τα Τάλαντα, ευρέθη προς το γεύµα
Εις την προς Χρούσα άγουσαν, και άνωθεν του Μάννα.
Ο προσδιορισµός των τοποθεσιών αυτών αποδεικνύει πόσο πολύ γνώριζε ο Ορφανίδης τη συριανή ύπαιθρο. Εκεί στα Χρούσα όµως σταµατά ο Ζολώτας και ο Ορφανίδης αναφέρει για πρώτη φορά την εµφάνιση ενός κούκου.
Όταν απίστευτος χαρά! επί συκής αγρίας
Το διωκόµενον πτηνόν εκάθησεν· οποίας
Επλήσθη τότε τέρψεως η Μούσα µου διστάζει
Να το ειπή· φιλάργυρος ποτέ του δεν κυττάζει
Με βλέµµα τόσον άπληστον το στίλβον του χρυσίον.
Απηλπισµένος εραστής υπ’ έρωτος µεθύων.
Tην νέαν ερωµένην του δεν βλέπει µ’ ευθυµίαν
Τοσαύτην, ως ο κυνηγός την πιθανήν του λείαν·
Κυπτός, κυπτός κι’ ακροθιγώς πατών τον πλησιάζει…
Σκοπεύει … κ’ η καρδία του ενώ ριγοτροµάζει
Πυρσοκροτεί… βορυβοµβούν τα πέριξ παραχρήμα…
Κι’ ω θρίαµβος Ζολότειος· ο κούκκος πίπτει θύµα!
Αλλ’ ως παράδοξος ηχώ εκ γείτονος φραγμώνος
Τρεις άλλοι κρότοι μπουμ! μπαμ! μπιμ!
Αυτό είναι η κρίσιµη καµπή. Οι συµπυροβολήσαντες µε το Ζολώτα κατά του κούκου υποστήριζαν ότι αυτοί έπληξαν το πουλί και ο καυγάς αυτός χώρισε σε τέσσερις αλληλοσπαρασσόµενες παρατάξεις την κοινωνία της πόλεως και δηµιούργησε το «κουκικόν ζήτηµα»!
Πριν όµως προχωρήσουμε στην εξιστόρηση της συνέχειας του κουκικού ζητήματος κρίνουµε σκόπιµο να ασχοληθούµε µέ λίγα λόγια για το µόνο γνωστό µη σατιρικό ποίηµα του Ορφανίδη το µε τίτλο Χίος Δούλη. Υποστηρίχθηκε ότι ήταν ένα άρτιο ποίηµα µέρος του οποίου, µε ειδικό σηµείωµα για το συγγραφέα Θ. Ορφανίδη, δηµοσιεύθηκε στην Ποικίλη Στοά του 1886 λίγο πριν από το θάνατο του ποιητή(6).
Κατά την περίοδο 1856-1870 ο Ορφανίδης µοίραζε το χρόνο του µεταξύ Αθήνας και Σύρας. Είχε δε δημιουργήσει στην Ερµούπολη εκλεκτό κύκλο λογίων, φιλοµούσων και ανθρώπων των γραµµάτων και του πνεύµατος.
Μεταξύ αυτών περιλαµβάνετο και ο γιατρός και ποιητής Μύρων Νικολαΐδης(7), ο οποίος όταν άρχισε να δημοσιεύει ποιηµατα όπως έκθετουμε στη συνέχεια. τα υπέγραψε µέ το αρχικό Ν και Μύρων και οι µη Συριανοί νόµιζαν ότι το επίθετό του είναι Μύρων, ενώ ήταν το κύριο όνοµά του. Ο Μύρων ήταν Κρητικός την καταγωγή όπου το κύριο όνοµα ΜΥΡΩΝ είναι συνηθισμένο. Οι µετέχοντες στον κύκλο του Ερµουπολίτες συναντιόντουσαν συνήθως σε βεγγέρες σε διάφορα σπίτια όπου απαγγέλλονταν ποιήματα που συνέτασσαν οι µετέχοντες ή έπαιζαν οι κυρίες πιάνο ή τραγουδούσαν ή συζητούσαν απλώς κυρίως θέµατα πνευματικά. Στην οµήγυρη αυτή µετείχε τακτικά και ο γιατρός Μύρων Νικολαΐδης, οπότε αιφνιδίως διέκοψε τις παρουσίες του επειδή νυµφεύθηκε πλουσία Συριανή αριστοκράτισσα. Τότε ο Ορφανίδης σε κάποια από τις παραπάνω βεγγέρες. απήγγειλε το εξής σατιρικό ποιηµάτιο που το περιεχόμενό του δηµοσιεύθηκε.
Ο φίλτατος Μύρων
ακάµατος σπείρων
παχύν αλλά σrείρoν
εισέτι αγρόν
Ορφεύς τών ταλλήρων
Μουσών αναργύρων
να ψάλει τον λύρον
δεν έχει καιρόν!
Το ποιηµάτιο αυτό µπορεί νά ήταν έξυπνο, δεν ήταν όµως ευπρεπές. Ένα διακεκριμένο φίλο σου, γιατρό και λόγιο, δεν είναι παραδεκτό να του λες πως ενδιαφέρεται µόνο για το χρήµα και παντρεύτηκε για τη µεγάλη προίκα που πήρε. Ήταν φυσικό να δηµιουργηθεί ψυχρότητα µεταξύ τους και διακοπή των σχέσεων Ορφανίδη και Συριανών(8). Άλλωστε είναι γνωστή η τάση του Ορφανίδη προς βωµολοχίαν.
Ας επιστρέψοµε όµως στο Τίρι-Λίρι. Ο ποιητής µπερδεύει στο ποίηµά του αρχικά τον πλοίαρχο Γούλφ, κυβερνήτη του αγγλικού πλοίου που προσήγγισε στο λιµένα µας και έναν άλλο Άγγλο που τον ονοµάζει κύρ Κούκε. Το τµήµα αυτό του τρίτου τµηµατος του όλου ποιήματος είναι χωρίς ενδιαφέρον για το σημερινό Έλληνα. Θα σταθούµε όµως για λίγο στο τέταρτο «άσµα» που συνδέεται µε την επικειμένη δίκη για το ποιος σκότωσε τον κούκο, θέµα που παραπέµφθηκε να κριθεί από τον Ειρηνοδίκη Ερµουπόλεως. Γράφει δε ο Ορφανίδης:
Ορθόν δε ήτο κατ’ αυτόν, η δίκη η σπουδαία
Αρκούντως να γηράση µέν, να µένη όμως νέα.
Ώστε να φέρη πρόσοδον διά των χαρτοσήμων.
Ένεκα τούτου, τας εχθράς ως έλαβε µηνύσεις,
Χιλίας διά µάρτυρας είπε να κάµουν κλίσεις·
Διέταξε δ’ ανάκρισιν µετά µεγάλου ζήλου,
Σπουδάζωγ την καταθεσιν εκάστου αντιζήλου.
Εάν ενήργει ούτω πως ο κυρ Ειρηνοδίκης,
Μη κρίνετε ότ’ ήτον δα ο πρώτος εν αδίκοις.
Το Υπουργείον έπεμψέ ποτέ δι’ εγκυκλίου
Προς πάσας τας δικαστικάς αρχάς του Βασιλείου
Τους κυρωθέντας νόμους μας και έγραψε συγχρόνως:
-«Εις την εφαρμογήν αυτών βαδίζετε συμφώνως·
»Μετά του λόγου του ορθού και της επιεικείας!»
Αλλά Ειρηνοδίκης τις, οικών τας ακρωρείας
Του Ταϋγέτου, ούτω πως απήντησ’ εσπευσμένως·
-«Ελάβοµεν κυρ Υπουργέ, κι’ ανέγνωμεν ασμένως
Τον Αρμενόπουλον, ομού με τας Δικονομίας·
Αλλά του Λόγου του Ορθού και της Επιεικείας
Τα θαυμαστά συγγράμματα εντός του κιβωτίου
»Δεν εύροµεν, και στείλτε τα διά Ταχυδρομείου».
Πλην συγκρινόμενος µ’ αυτόν τον ζώντα µετά θώων
Της Σύρου ο µικρός κριτής δεν ήτο τόσο ζώον.
Μαθούσα δε η φίλερις πληθύς των Δικηγόρων
Ότι ο κούκκος στάδιον θ’ ανοίξη δραχμοφόρον,
Ως σφήκες περί σταφυλήν περκάζουσαν το θέρος
Καθείς των έσπευσ’ ενεργόν ’ς αυτό να λάβη μέρος.
Και αφού περιγράφει τους δικηγόρους και των δύο πλευρών καταλήγει µε τα
ακόλουθα:
Πλην δικαστά αδέκαστε! πλην κυρ Ειρηνοδίκα!
Οι παλαιοί µας ρήτορες αν διά δύω σύκα
Εκραύγαζον εις την Βουλήν µεθ’ ύφους ατιθάσου
Tι διά κούκκον θαυµαστόν θα έκαµνον φαντάσου·
Κ’ ηµείς αυτών απόγονοι, υιοί και κληρονόμοι
Τοιαύτην ν’ αµελήσωµεν υπόθεσιν ακόµη;
Δεν βλάπτουσι το έθνος δε κακοί τοιούτοι τρόποι;
Και τι θα είπη δι’ ηµάς ο Κόσµος, η Ευρώπη,
Ο Φαρµεράϋερ (9), ο Αμπούτ (10), και ίσως τόσοι άλλοι
Τρισευγενείς προστάται µας, και φiλoι µας µεγάλοι …
Δεν πρόκειται βέβαια να παρακολουθήσουμε την εξέλιξη της δίκης, η οποία απασχολεί άλλες πενήντα σελίδες του µικρού βιβλίου. Αναφέρουµε µόνο ότι ο ειρηνοδίκης έκρινε σκόπιµο να διατάξει αυτοψία για να διαπιστωθεί πού βρισκόταν καθένας από τους διαδίκους και πού ο κούκος και τίνος η βολή ήτανε πιθανότερη να σκοτώσει. Γράφει δε ο Ορφανίδης συνεχίζων:
Την επιούσαν πριν χρυσούς ο ήλιος προβάλη
Εις Χρούσα διευθύνοντο µικροί τε και µεγάλοι·
Και επειδή ην δύσβατος ο δρόµος κι’ εκ της Χώρας
Απέχει το χωρίδιον εκείνο δύω ώρας.
Μετέβησαν, ως σύνηθες, οχούµενοι επ’ όνων
Οι µεν διά τον Κουκκισµόν, οι δε προς τέρψιν µόνον.
Εκεί µεγάλας έκαµον ερεύνας κατά τόπον.
Του φόνου κατά το δοκούν µαvτεύovτες τον τρόπον.
Ειρηνοδίκης, µάρτυρες, πολίται, δικηγόροι,
Εφιλονείκουν κ’ έκραζον καθώς οι αχθοφόροι·
Συνέταξαν περιγραφάς, εκθέσεις, παρεκθέσεις.
Ηρίθµησαν τα φρύγανα που έφερεν η θέσις.
Τους λίθους. και τους χάνδακας, και µέχρι των χαλίκων,
Και περί δείλην χαίρovτες επέστρεφον κατ’ οίκον.
Αλλ’ ο κακός διάβολο. σκοπεύων να γελάση
Κακήν ηυδόκησε σκηνήν να τοις προετοιμάση.
Ενώ ευθύµως έστρεφον λαλούντες, τραγωδούντες,
Ως οι τα Διονύσια πάλαι ποτέ τελούντες,
Το ήµισυ του πληθυσμού, οι όνοι, µετά µένους
Επαναστάντες έρριψαν χαµαί τους οχουµένους,
Διότι ως κακεvτρεχείς γαΐδαροι που ήσαν
Μεγάλην προς ερωτικές συμπλέξεις είχον λύσσαν.
Κ’ επήλθεν εις την µνήµην των ότι εν μηνί Μαΐω
Προνομιούχοι γίνovται εν ανοικτώ πεδίω.
Από τη γαϊδουροµαχία αυτή τραυματίσθηκαν οι δύο αντίπαλοι δικηγόροι, όπως δε γράφει ο ποιητής.
Κ’ εις την µεγάλην έξαψιν του ψυχικού των βάρους
Πολλάκις εβλασφήμησαν τους κούκκους και γαϊδάρους.
Εν τούτοις η υπόθεσις του κούκκου, ενώ ίσως
Έµελλε κάπως να λυθή, το προς τους όνους µίσος
Τον ρουν της ανεχαίτισε, και πάντες ομοφώνως
Και Κούκκοι και Αντίκουκκοι εζήτησαν συγχρόνως
Της δίκης την κατάργησιν, κ’ εν μέσω της πλατείας
Εκραύγαζον μετά θυμού, και λύσσης, και μανίας.
Στη συνέχεια περιπλανάται ο ποιητής γύρω από τα διεθνή θέµατα, παρουσιάζοντας στο προσκήνιο της συριανής πλατείας το Γάλλο λογοτέχνη Edmond About.
Συμπληρώνει δε την περιπλάνησή του µε µία επίσκεψη στη Σέριφο χωρίς ενδιαφέρον για να συμπληρώσει εκατό περίπου σελίδες. Το γεγονός όμως είναι πως στο µακροσκελές αυτό σατιρικό ποίηµα υπάρχει και πνεύµα και σάτιρα και πρωτοτυπία. Το µόνο που δεν υπάρχει είναι σπέρµα αλήθειας και ιστορικές παρατηρήσεις γι’ αυτό και ένα ποίηµα που γράφτηκε για τη Σύρα από Συριανό, µέσα σε λίγα χρόνια είχε ξεχαστεί. Φοβούµαι δε ότι δεν πρόκειται να το αναστήσουν οι λίγες σελίδες του παρόντος.
………………………………….
(1) Α. Χούµης, «Παλαιά Συριανά», εφ. «Ήλιος» Ερµουπόλεως. αρ. 9/1903.
(2) Στον πρόλογο της εκδόσεως αυτής, Π.Δ. Σακελλαρίου. επιµελεία Κ. Ζησίου, καθηγητού και µε τίτλο ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΑΙ ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ υποστηρίζεται ότι µετά τη Σύρα ο Οοφανίδης επήγε στο Ναύπλιο και στη συνέχεια στην Αθήνα. Από όσα όμως ο ίδιος υποστηρίζει στη Σύρα έµαθε τα πρώτα γράµματα και εκεί κοντά στον έµπορο πατέρα του µεγάλωσε.
(3) Την εποχή εκείνη πολλοί νεαροί Αθηναίοι, άεργοι, κομψευόμενοι κατέπλεαν στη Σύρα µε την ελπίδα να γοητεύσουν καµιά µεγαλόπροικο Συριανή.
(4) Και η παρατήρηση αυτή ενισχύει την άποψη της συγγραφής τού ποιήματος όταν ασφαλτοστρώνονταν οι πρώτοι διανοιγόμενοι δρόµοι προς τις εξοχές (1850-1860).
(5) Το γεγονός αυτό επιβεβαιούται από το ότι στο τρίτο άσµα του έργου του αυτού στο οποίο ασχολείται ο Ορφανίδης µε τη φανταστική επίσκεψη στη Σύρα του Λόρδου Γουλφ γράφει και τα ακόλουθα:
Και μάτην ανεζήτησεν επί πετρών αγράφων
Του Φερεκύδου του σοφού τον οίκον, ή τον τάφον.
Όμως ηγόρασ’ ευθηνά (δι’ εκατόν στερλίνας)!
Σπάθην κοσμούσαν την οσφύν ποτε της Βαβουλίνας!
Αλλ’ ότι προσαπέκτησε πολύτιμον προ πάντων
Και δεν αντήλασσεν ουδέ με πλήθος αδαμάντων
Ήτο εξ φθείρες, αίτινες κατήγοντο βεβαίως!
Από των Φερεκυδών!… ο θησαυρός ο νέος
Έμελλε να σταλή ευθύς εις την Ακαδημίαν
Προς επιστήμης πλουτισμόν και του ευρέτου μνείαν.
(6) Το δηµοσίευµα αυτό υπογράφεται µε το ψευδώνυµο «Timeson» (ΠΟΙΚΙΛΗ ΣΤΟΑ. Αθήνα 1886 σελ. 16-34) υποσημειώνεται δε ότι ο υπό το ψευδώνυµο Timeson συγγοαφέας είναι ο Ευστ. Χρονόπουλος.
(7) Όπως γράφει ο καθηγητής του Πανεπιστηµίου Αθηνών της Βοτανικής Χαρ. Γιαπουλης στη µελέτη του Ιστορία των Βοτανικών ερευνών των Κυκλάδων κατά τους νεωτέρους χρόνους ο Θ. Ορφανίδης επισκέφθηκε τις Κυκλάδες κατά τα έτη 1856, 1858, 1859 και 1865. Στη συνέχεια πραγµατοποιούσε κάθε χρόνο ένα ταξίδι. Για όλα τα ταξίδια του αυτά χρησιµοποιούσε σαν βάση του την Ερµούπολη. (Αθήνα 1965. σελ. 32), Βλ. και Θ. Δε Χελδράϊχ. Ο Θ.Γ. Ορφανίδης ως Βοτανικός.
(8) Ο γιατρός Ν. Μύρων έγινε γνωστός στους λογοτεχνικούς κύκλους από τους θρήνους που δηµοσίευσε περί το τέλος του 1889 για το θάνατο της µμοναχοκόρης του Δανάης. Τότε δηµοσίευσε σε Κυκλαδικό Ημερολόγιο και ντόπιες εφημερίδες ποιήματά του γεµάτα πόνο και απόγνωση αφιερωμένα στο θάνατο της Δανάης που τότε ήταν περίπου 16 χρονώ. Απ’ αυτό το Ηµερολογιο τού Κ.Φ. Σκόκου, του 1892, σελ. 102 αναδημοσιεύθηκε µε τίτλο Δανάης Μνηµόσυνα ένα ποίηµα του Μύρωνα με τίτλο «Η αυγή µου» που είχε δηµοσιευθεί στη Σύρα τον Ιανουάριο 1890. Στη συνέχεια στο Ημερολόγιο του 1893, σελ. 67, δημοσιεύεται µε τίτλο «Απόγνωσις» άλλο ποίηµα του Ν. Μύρωνος µαζί µε µια ωραιότατη φωτογραφία του. Το ποίηµα πρωτοδηµοσιεύθηκε στη Σύρα το Σεπτέµβριο 1891. Απ’ αυτά τα δεδοµένα συµπεραίνεται ότι το παραπάνω σατιρικο ποιηµάτιον θα απαγγέλθηκε απ’ τον Ορφανίδη περί το 1876 αφ’ ότου και διακοπήκανε οι επισκέψεις του Ορφανίδη στη Σύρα, εφ’ όσον ο Μύρων είχε το 1889 κόρη 16 ετών. Τα ποιήματα αυτά του Μύρωνος είχαν και συνέχεια. Στο Ημερολόγιο Σκόκου του 1893, σελ. 180, δηµοσιεύεται ένα άλλο θρηνώδες ποίηµα µε τίτλο «Μυρώνι», που µε χρονολογία 14 Νοεµβρίου 1890 το υπογράφει ένας νέος 20 ετών Περικλής Μελέαγρης, ο οποίος είχε υποστεί ψυχικό τραύµα παρόµοιο µε του Μύρωνα. Το ποίηµα τελειώνει µε το τετράστιχο:
Με άλγος εις τους οφθαλμούς και άλγ’ εις την καρδίαν
αιµάσσων και απυηδηκεύς µετά φρικώδη πάλην
έρχοµαι προς σέ ποιητά, µέ τόλµην και δειλίαν
εις φιλικήν δια παντός ν’ αναπαυθώ αγκάλην.
Ο Μύρων απάντησε µε άλλο ποίηµά του στον Περ. Μελέαγρο που δηµοσιεύθηκε στο Ηµερολογιο του Σκόκου, του 1893, σελ. 199. Βλ. Κ. Θ. Δηµαρά Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, σελ. 300 Α’ τόµο όπου αναφέρει για το ποίηµα του Ορφανίδη «Μένιππος» ότι στέκει πολύ κάτω από τα ποιήματα του Αλεξ. Σούτσου και φθάνει σε χυδαίες προσωπικές επιθέσεις και υπαινιγμούς που δεν έχουν καµιά σχέση µε τη σάτιρα. Όπως δε αναφέραμε παραπάνω αυτή η τάση του Οοφανίδη προς βωµολοχία τον οδήγησε και στο πταισµατοδικείο και σε καταδίκη του σε κράτηση τριών ηµερών.
(9) Γερµανός ιστορικός που υποστήριξε στις αρχές τού 19ου αιώνα ότι οι σημερινοί Έλληνες δεν έχουν καµιά σχέση µε τους αρχαίους λόγω των γενοµένων αλλεπάλληλων εισβολών και εγκαταστάσεων στην Ελλάδα ξένων βαρβάρων φυλών.
(10) Ο Edmond About, Γάλλος λόγιος, συγγραφέας πολλών µυθιστορημάτων. Ήταν φανατικός τουρκόφιλος.
Πηγή: Συριανά Γράμματα, 7ο ΤΕΥΧΟΣ, Ιούλιος 1989
…………………………………………………………
Θεόδωρος Γ. Ορφανίδης, Τίρι-Λίρι ή Το κυνηγέσιον εν νήσω Σύρω
Ποίημα ηρωϊκoκωμικόν εις μέρη επτά