«Είς Αθηναίος χρυσοθήρας»
Μιχαήλ Μητσάκης: «Είς Αθηναίος χρυσοθήρας»
Πρώτη έκδοση 1890, σε ανεξάρτητο τομίδιο
Ο συγγραφέας περιγράφει ένα τύπο της Αθήνας, τον Μεγγλίδη, που πίστευε ότι είχε βρει κοιτάσματα χρυσού σε ένα κτήμα του στον Ορωπό. Ένα κατάλοιπο των «Λαυριακών».
«…Υπήρχαν λοιπόν ακόμη λείψανα του περίεργου εκείνου καιρού…Το κεφάλαιον το περιλαμβάνων τα πέντε –έξι έτη καθ’ ά διήρκεσε θα ηδύνατο να περιγραφή αναλόγως προς τον Χρυσούν Αιώνα, τα Χρυσά Ετη της Ελλάδος. Αλλά ο χρυσός αυτός δεν έλαμπεν ή εν τη φαντασία εγρηγορότων οπτασιαστών και δεν εχρύσωνεν ή τα οράματα εξημμένων ονειροπόλων.
Την έναρξιν αυτής εσημείωσεν η ανόρυξις των μεταλλουργείων του Λαυρίου. Εις ιταλοελληνικήν τινά εταιρείαν κερδοσκόπων εχόντων φαίνεται και αρχαιολογικάς γνώσεις είχεν επέλθη κατά το σωτήριον έτος 1869 η αρκετά πρωτότυπος ιδέα ότι τα υπό των αρχαίων συγγραφέων περιγραφόμενα εν Λαυρίω μεταλλεία αργύρου δεν είχαν ίσως ολοσχερώς εξαντληθή υπ’ εκείνων, αφού δε οι νεώτεροι χρόνοι είδαν το έκτακτον φαινόμενον ολοκλήρου λαού, τεθαμμένου τέως ως διαπαντός υπό την δουλείαν, ανισταμένου εκ νεκρών, δεν θα ήτο όλως παράβολος πιθανώς η σκέψις ότι δια καταλλήλου εργασίας θα ηδύνατο ν’ ανευρεθώσι και οι θησαυροί ούς είχε άλλοτε υπό την γην του κεκρυμμένοι…και ήρχισαν να αγοράζουν αφειδώς των χωρικών τα κτήματα. Συγχρόνως έστησαν προχείρως κ’ εργαστήρια τινά και επεχείρησαν ανασκαφάς, κ’ εξήγαγον τας επονομασθείσας εκβολάδας, χώμα τουτέστι και γης βόλους, των παλαιών ορυχείων τ’ απορρίμματα, εν οίς υπήρχεν αργυρούχος μόλυβδος ή άλλα ορυκτά. Εις τας Αθήνας έγινε γνωστόν πως εις το Λαύριον εξάγεται ασήμι, ο κόσμος συνεκινήθη ως εικός δια το καινότροπον άγγελμα… Αιφνιδία δίψα πλουτισμού κατέλαβε τα πλήθη, ην εκμεταλλευόμενοι οι έξωθεν επί τη ευκαιρία ταύτη επελθόντες τότε χρηματισταί υπεξέκαυσαν όλα τα μωρά ένστικτα του όχλου κ’ έδωκαν να πιστεύση εις αυτόν, ότι εκεί πέραν εις την Σουνιακήν άκραν, εκρύπτοντο θησαυροί αμύθητοι. Ολιγώτερα δε βεβαίως τούτων ήρκουν δια να μεταβληθούν αι τέως ήσυχαι Αθήναι, αι τέως ανατολίτισσαι Αθήναι , αι Αθήναι των νοικοκυρέων, των παντοπολών και των τραμπούκων, εις είδος τι αμερικανικής πόλεως μαινομένων χρυσοθήρων. Η επιχείρισις του Λαυρίου ωρίσθη να γίνη δια μετοχών, από της στιγμής δ’ εκείνης δεν υπήρξε άνθρωπος ώστε να μην φιλοδοξήσει ν’ αποκτήση τοιαύτας, να γίνη συμμέτοχος του μεγάλου έργου . Εξωθεν της Ωραίας Ελλάδος εγκαθιδρύθη το πρώτον πρόχειρον χρηματιστήριον και εμυήθη η τέως απλοϊκή Ελλάς , η Ελλάς των οικογενειών του 21 και των αναμήσεων του αγώνος , η Ελλάς ήτις ήταν ακόμα εν είδος οικογενείας και αυτή, τα θαύμασια της ζωής των πεπολιτισμένων κοινωνιών, τον περί το χρήμα αγώνα, τον δια παντός τρόπου πλουτισμόν, τα μυστήρια της κυβείας…Και έφερον τας οικονομίας αυτών, ετών πολλάκις ολοκλήρων, ζωής όλης…παν εί τι πολύτιμον, τον μισθόν του ο υπάλληλος, τα κέρδη του ταμείου του ο έμπορος, το ημεροδούλι του ο εργάτης, το μηνιαίον εκατοντάδραχμον όπερ υπό του πατρός του τώ εστάλη ο φοιτητής, τους αδάμαντας της μητρός του ο άσωτος κομψευόμενος, τα όπλα του ο αγωνιστής και τα έρριπτον εκεί εις το μεγάλον χωνευτήριον, εις το καζάνι του χρυσού, όπερ διεδίδετο ακαταπαύστως ότι έβραζεν, παράγον το παμπόπθητον το μέταλλον, που να πλουτίση την Ελλάδα πάσα έμελλε και ν’ αναδείξη Ρότσχιλδ όλους εν στιγμή. Κ’ ηγόραζον , ηγόραζον αντί του χρήματος των του πολλού αυτού , του αληθούς , ηγόραζον οι άνθρωποι χαρτί , μετοχών χαρτί με το καντάρι…Ητο αλήθεια λοιπόν ότι εκεί πάνω εις το Λαύριον , εις των βουνών τα έγκατα , χρυσός υπήρχε…Αφού δ’ εκεί υπήρχε , να μην υπάρχη ταχα διατί κι’ αλλού;…Καραβάνια ολόκληρα εξεκίνων από των πόλεων προς ανιχνεύσεις ανά τας ερημίας μερών άτινα υπετίθετο – διατί δε τούτο, άδηλον – πως θα εγκρύπτουν ορυκτά. Εταρίαι εσχηματίζοντο. Συμμορίαι μεταλλοκυνηγών διωργανούντο……. Καθ’ όλην την χώραν ουδέν άλλο ζήτημα, ουδέν άλλο θέμα, τίποτε εκτός αυτού δεν ενδιέφερεν…Αλλ’ όπως όλα, εξητμίσθη βαθμηδόν και αυτή η ορμή και κατηυνάσθη το μυστηριώδες πάθος και ησύχασαν τα εξαφθέντα νεύρα κ’ εκόπασεν ο πάταγος ο άλογος, πεισθέντος κατά μικρόν μετά πολλά του πλήθους ότι αυταπάτης θύμα ήν και ανοήτου ουτοπίας είχε γίνει παίγνιον…».
Ο Μητσάκης οδηγεί ως το τελικό αδιέξοδο την περίπτωση του όψιμου και αφελούς «χρυσοθήρα»
(Κυριακάτικη Αυγή: «Αναγνώσεις», Νο 128, 5/6/2005, με κείμενα των Γ. Δάλλα, Δ.Δημητρούλη, Ζιλ Ορτλιεμπ, Γ. Σταθάκη, Στ. Ροζάνη, Α. Ζήρα).
Η ζωή του Μιχαήλ Μητσάκη
(Το κείμενο που ακολουθεί οφείλει τα μέγιστα στα γραπτά του νευροχειρουργού και λόγιου Άγγελου Καράκαλου και στις συζητήσεις μαζί του).
Ο Μ. Μητσάκης μεγάλωσε στη Σπάρτη. Δεύτερος γιος του Αριστείδη Μητσάκη, που αναφέρεται ως καθηγητής και ανώτερος υπάλληλος(4) και της Μαριγώς Γιατράκου (1830-1910), κόρης του Παναγιώτη Γιατράκου (5). Σε ηλικία 17-18 ετών, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, γράφτηκε στην Νομική Σχολή, για να την εγκαταλείψει δύο χρόνια αργότερα , ενώ είχε αρχίσει να δημοσιεύει τα σύντομα και πυκνά του κείμενα σε εφημερίδες και περιοδικά. Γνωρίζουμε μόνο ένα μέρος από αυτά τα γραπτά . Τα κυριότερα γράφτηκαν ανάμεσα στο 1882 και το 1896, αλλά η συγγραφική του παραγωγή μειώθηκε δραματικά, από το 1894 (7). Διακρίθηκε περιγράφοντας σκηνές της καθημερινής ζωής και τα ήθη των συγχρόνων του. Κείμενα «δημοσιογραφικά», σύντομα, και διεισδυτικά, με έντονη την φροντίδα της βαθύτερης προσέγγισης διαμέσου της περιγραφής και όχι υπαινικτικών σχολείων που θα λειτουργούσαν απλά ως ερέθισμα. Έγραψε επίσης κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Βασικά αυτοδίδακτος, με εκπληκτική μνήμη, καταβρόχθιζε βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά στα ελληνικά και τα γαλλικά, κινούμενος με ευχέρεια ανάμεσα στην φιλολογική, την ιστορική αλλά και την φιλοσοφική παραγωγή των δύο χωρών (2), (4), (6).Κίνησε πολύ γρήγορα το ενδιαφέρον των συγχρόνων του αλλά επίσης πολύ γρήγορα έγινε γνωστός για την παράξενη συμπεριφορά του. Κομψός στην εμφάνιση, ετοιμόλογος και δεξιοτέχνης του λόγου και των λογοπαιγνίων , μύωψ που διάβαζε και έγραφε χωρίς την βοήθεια γυαλιών, από φιλαρέσκεια . Σε διαρκή μετακίνηση, περίπατοι , ταξίδια και μετακομίσεις. Παρά την αρχοντική καταγωγή της μητέρας του δεν διέθετε περιουσία και ζούσε δύσκολα από την πέννα του, η καταγωγή του όμως και οι ζωντανοί ,ακόμα, απόηχοι του 1821 είναι αισθητά στα έργα του . Εντυπωσίασε τους συγχρόνους του η καθημερινή πρωινή του γυμναστική και το ντους χάρη σε ένα σύστημα κρεμαστών δοχείων, δικής του εφεύρεσης. Μπορούσε να δεχτεί γυμνός τους φίλους του και γυμνός είχε δεχτεί και τον ράφτη του για να του δηλώσει ότι δεν είχε δεκάρα για να τον πληρώσει (2),(6). Έδωσε κείμενα σε πολλά περιοδικά και εφημερίδες αλλά η ιδιορρυθμία του μάλλον δεν επέτρεπε ιδιαίτερα μακροχρόνιες συνεργασίες. Λίγο πριν βρεθεί νοσηλευόμενος στο ψυχιατρείο της Κέρκυρας για 15 ημέρες (20/12/1894 – 5/1/1895) , σε αίτημα του εκδότη ια ένα κείμενο «τηλεγραφικό» (σύντομο), έστειλε το γραπτό του με τηλεγραφήματα που κόστισαν μια περιουσία.
Εκδότης και ο ίδιος των βραχύβιων εντύπων «Θόρυβος» και «Πρωτεύουσα».
Το γεγονός ότι δεν μπόρεσε να εκδώσει βιβλίο, πέρα από ελάχιστα ανεξάρτητα φυλλάδια, αποτέλεσε για αυτόν μεγάλη πηγή απογοήτευσης και αργότερα πηγή παθολογικών ιδεών διώξεως και υπονόμευσης από τους φιλολογικούς κύκλους.
Παρά το γεγονός ότι συνήθιζε να απαγγέλλει ποιήματα στα ελληνικά και τα γαλλικά, η ποίηση δεν τον απασχόλησε. Συμμετείχε στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό το 1891 με εννέα ποιήματα σε ελεύθερο και ανομοιοκατάληκτο στίχο , που ο εισηγητής Αγγ. Βλάχος (4) απέρριψε:
«…Έχει προδήλως στιχουργικήν ευχέρειαν, ελέγχει δε ενιαχού και δύναμιν εκφράσεως, ήν όμως σπαταλά παλαίων κατά ανεμομύλων. Ο αναγνώστης αμφιβάλλει πολλάκις αν έχει εμπρός του προϊόντα υγιούς διανοίας…»(7). Στη συνέχεια, το επεισόδιο της διαμάχης του με τον Κ.Παλαμά, η οξύτατη επίθεση εναντίον του, που σχετίζεται με την έλλειψη ενδιαφέροντος για ένα ποίημα που του είχε αφιερώσει (1),(2),(4), αποκαλύπτει ήδη κάποιες πλευρές της προσωπικότητας του, που έγιναν προβληματικότερες στη συνέχεια, όταν συνδυάστηκαν με τα συμπτώματα της αρρώστιας. Αυτές οι ποιητικές απόπειρες δείχνουν ότι τα γαλλικά του ποιήματα της «τρελής» περιόδου δεν ξεκίνησαν από το μηδέν. Επιπλέον, είχε μιλήσει για «τους άγραφους και μυστικούς νόμους της αρμονίας και του ρυθμού…που διέπουν την ποιητικήν πεζογραφίαν», καλώντας τους αληθινούς ποιητές και πεζογράφους στον εκλεκτισμό στο να πάρουν από όπου μπορούν λέξεις, τύπους, σημασίες, σχήματα, ονόματα προσέχοντας όμως να είναι ικανοί να τους εμφυσήσουν «την πνοήν την κινούσαν και την δονούσαν» (7).
Ολοένα και πιο ταραγμένος , έγραφε ολοένα και λιγότερο. Τέλος, επιτέθηκε επικίνδυνα σε γνωστό του, όταν εκείνος έκανε μια παρατήρηση σε κείμενο του (2), (4).
Η πρώτη εισαγωγή του στο «Δρομοκαίτειο», για 5 μήνες (17/4/1896 – 21/9/1896) έγινε με την διάγνωση της «φρενοπάθειας των εκφύλων» (η θεωρία της ψυχικής νόσου, των Morel και Magnan, ως αποτέλεσμα εκφυλισμού είχε ακόμα σημαντική απήχηση), που εκδηλώθηκε με ιδέες μεγαλείου, ψυχαναγκαστικές φοβικές κρίσεις και αόριστες ιδέες καταδίωξης (2).
Από το 1896 ως το 1911 , προοδευτικά βυθίστηκε στην αρρώστια και την εξαθλίωση. Περιπλανήσεις και νυκτερινές επισκέψεις σε γραφεία εφημερίδων. Εκεί του πρόσφεραν ένα κομμάτι ψωμί ή και ένα καναπέ για να ξαπλώσει. Κατά καιρούς υπήρχαν «φωτεινά διαλείμματα». Δημοσίευσε μόνο ένα κείμενο το 1910 (2).
Τότε άρχισε να αφήνει τα χαρτιά με τα γαλλικά του ποιήματα , σε γραφεία συναδέλφων , ενώ από το άλλοτε λαμπερό του πνεύμα έμειναν μόνο τα λογοπαίγνια ( π.χ. με την ευκαιρία ενός εθνικού γεγονότος στριφογύριζε ένα πανί – πανι…γύριζε). Έχουμε αρκετές περιγραφές του άρρωστου Μητσάκη αλλά θα δώσω αυτή του Δ.Π. Ταγκόπουλου, εκδότη ενός μέρους των ελληνικών του κειμένων , το 1920 :
«Εδώ και είκοσι περίπου χρόνια ο Μητσάκης δεν εζούσε πιά. Είχεν αποθάνει πνευματικώς. Το πνεύμα του που κυριολεκτικά σπινθήριζε… ένα πρωί θολώθηκε απότομα, θολώθηκε βαρειά, όσο που τελειωτικά έσβυσε…Από τότε που έπαθε , απέφευγα να τον συναντήσω. Μια λύπη βαθειά έσφιγγε την ψυχή μου μόλις τον αντίκρυζα και άλλαζα αμέσως δρόμο. Δεν θα ξεχάσω όμως ποτέ μια τραγική μου συνάντηση. Ανέβαινα βράδι-βράδι προς το Σύνταγμα, όταν εκεί έξω από του Ζαχαράτου βλέπω τον Μητσάκη και κάτι λούστρους που τονέ σταυρώνανε. Ο Μητσάκης αγριεμένος έλεγε λόγια ασυνάρτητα, έβγαζε άναρθρες κραυγές και μ΄ ένα μικρό μπαστουνάκι που κρατούσε, προσπαθούσε να αμυνθεί κατ’ αυτών των λύκων… Έδιωξα τους λούστρους κ’ έφυγα καταλυπημένος, δίχως να σταθώ που με φώναζε για να μ’ ευχαριστήσει. Άλλοτε πάλι, γιατί είχε και φωτεινά διαλείμματα, με αναγνώριζε και με σταματούσε , μα πάλι του ξέφευγα κρυφά, γιατί δεν μπορούσα να τόνε βλέπω….».
Η αμηχανία, ο φόβος απέναντι στην τρέλα, που θεωρείται ως πρόωρος θάνατος, περιγράφονται εδώ με ειλικρίνεια, το χάσμα που δημιουργείται ανάμεσα στον άρρωστο και αυτούς που ήταν οι κοντινοί του άνθρωποι, καθώς δεν ξέρουν πώς να φερθούν ή τι να κάνουν. Σημαντικό ζήτημα για την ζωή του αρρώστου είναι αν στη συνέχεια θα υπάρξουν «γέφυρες» ανάμεσα στον άρρωστο και τους άλλους. Η διαδικασία αυτή εξαρτάται από πολλά πράγματα, μεταξύ αυτών και την ίδια την Ψυχιατρική, του πώς θα καταφέρει να στηρίξει τον άρρωστο και να ισορροπήσει ανάμεσα στις θεραπευτικές του ανάγκες και τις ανάγκες της κοινωνικής ευταξίας.
Ανάλογο παράδειγμα έχουμε από την Γαλλία, όπου ο έγκλειστος σε ψυχιατρική κλινική G.de Nerval, το 1840, έστειλε επιστολή διαμαρτυρίας σε εφημερίδα που είχε δημοσιεύσει την «πρόωρη νεκρολογία» του(8).
Η δεύτερη νοσηλεία στο «Δρομοκαϊτειο» , του εξαθλιωμένου πιά Μητσάκη , έγινε στις 8/9/1911, σχεδόν ένα χρόνο μετά τον θάνατο της μητέρας του, με την διάγνωση της “dementia praecox” (πρωτογενούς άνοιας – περίπου της σημερινής σχιζοφρένειας).
Στο βιβλίο εισαγωγών γράφτηκε :
«Ο ασθενής βρισκόταν σε κατάσταση ελαφράς ψυχοκινήτου διεγέρσεως και παρουσίαζε αδυναμία των λειτουργιών της μνήμης. Βρισκόταν συνεχώς σε ταραχή και ήταν διαρκώς απορροφημένος από την έμμονη ιδέα να δραπετεύσει…και απαντούσε πάντα στη γαλλική γλώσσα στις ερωτήσεις μας… Απ΄ ότι μπορούσε κανείς να κρίνει, δεν φαινόταν να αντιλαμβάνεται ότι βρισκόταν σε νοσοκομείο. Και επίμονα επίστευε ότι είχε έλθει…μόνο και μόνο για να παντρευτεί την κυρία που τυχαία είχε ερωτευτεί και η οποία δέχτηκε, τη παρακλήσει των δικών του να τον συνοδεύσει ως το άσυλο. Δεν συνειδητοποιούσε την παρούσα κατάσταση του κα η γενική του συμπεριφορά ήταν παθολογική. Δεν εκφραζόταν με παράφορες ιδέες. Η μόνη κλινική ένδειξη που παρουσίαζε ήταν ότι μέσα στο κελλί του, συχνά μονολογούσε…». (2),(9).
Πέθανε από περιπνευμονία στις 6/6/1916. Το σχόλιο της «Πατρίδας» είναι εύγλωττο : «Η χθεσινή μελαγχολική πομπή δεν ήτο αναμφιβόλως η κηδεία του, μολονότι μας ωδήγησεν εις το νεκροταφείον. Ειπέτε καλύτερα ότι ήτο μια επιμνημόσυνος δέησις , εις την οποίαν συνέβη τούτο το περίεργον, να έχωμεν μαζί μας και τον νεκρόν» (4).
Μία τέτοια νεκρολογία εξηγεί γιατί τα «τρελά» του ποιήματα στα γαλλικά αγνοήθηκαν από τους περισσότερους των συγχρόνων του.