Βλάστηση και Βιότοποι στη Σύρα
του Αχιλλέα Δημητρόπουλου
Υπάρχουν δύο απόψεις- υποθέσεις σχετικές με τη δασική φυσιογνωμία των Κυκλάδων μέσα στο χρόνο. Σύμφωνα με την πρώτη τα νησιά αυτά ήσαν πάντοτε άγονα, με πολύ περιορισμένη βλάστηση. Το τοπίο τους έχει ελάχιστα μεταβληθεί με το πέρασμα του χρόνου.
Η δεύτερη άποψη θέλει τα νησιά καταπράσινα και δασωμένα πριν πολλά χρόνια, αποδίδοντας την αιτία της σημερινής φαλακρής εικόνας τους στην υλοτομία, στις πυρκαγιές και σε διάφορους περιβαλλοντικούς παράγοντες. Όσο περισσότερο ερευνούμε το παρελθόν των νησιών, τόσο ανακαλύπτουμε ενδείξεις που οδηγούν στο συμπέρασμα ότι, παλιότερα, υπήρχε μεν πυκνότερη βλάστηση, ακόμα και μεμονωμένα δάση, αλλά η εικόνα των νησιών απείχε πολύ από τον «παράδεισο» που η «ρομαντική» δεύτερη άποψη υποστηρίζει. Είναι μάλιστα πιθανό, ότι η κατανομή των ζωνών βλάστησης και των βιότοπων ήταν ανάλογη με τη σημερινή. Τα παράκτια δάση και τα παραθαλάσσια έλη ήσαν οι πιο ευπρόσβλητοι βιότοποι, οι πρώτοι που υποβαθμίστηκαν και, αργότερα, χάθηκαν. Αντίθετα, η βλάστηση γύρω ατό τις λιγοστές πηγές της ενδοχώρας διατηρήθηκε σχετικά ανέπαφη, και σε ορισμένες Κυκλάδες σώζονται ακόμα τμήματα αρχέγονων δασών τα οποία πλαισιώνουν τις μοναδικές υγρές περιοχές που κρύβονται στις βουνοπλαγιές και τις βαθιές κοιλάδες.
Για τον ερευνητή που κινείται στο χώρο της τοπογεωγραφίας, αποτελεί πεποίθηση ότι τα περισσότερα από τα είδη των ζώων που συναντώνται σήμερα στα νησιά υπήρχαν εκεί από παλιά(1) και είτε επεκτάθηκαν, αν οι περιβαλλοντικές αλλαγές τα ευνόησαν, είτε περιορίστηκαν από την ανθρώπινη δραστηριότητα και την υποβάθμιση των βιοτόπων τους∙ είναι φυσικό ότι τα περισσότερο εξειδικευμένα είδη κινδύνεψαν πιο πολύ από τα ανθρωπόφιλα ή τα προσαρμοστικά και μειώθηκαν σε αριθμούς∙ ορισμένα έφτασαν στα όρια της εξαφάνισης. Τα σαρκοφάγα, όπως ο αγριόγατος, και τα μεγάλα αρπακτικά πουλιά αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα. Αντίθετα, τα ερπετά επεκτάθηκαν μαζί με τα φρύγανα που αντικατέστησαν ορισμένα δάση που κόπηκαν ή κάηκαν.
Η χλωρίδα της Σύρας χαρακτηρίζεται από μεσογειακά είδη θάμνων και φρυγάνων , που σε μερικές περιπτώσεις παίρνουν δενδρώδη μορφή∙ το πιο διαδεδομένο «δένδρο» αυτής της ομάδας ήταν πάντοτε η Αρεφτιά ή Φίδα, που δεν είναι άλλη από την Άρκευθο (Juniperus phoenicea και J. macrocarpa). Οι θάμνοι αυτοί ήσαν, παλιότερα, πολύ πιο διαδεδομένοι και πιθανότατα, σχημάτιζαν πυκνά, αδιαπέραστα ρουμάνια, τα οποία είχε υπόψη του ο Della Rocca, όταν έγραφε ότι οι Τούρκοι και οι Βενετοί κατέστρεψαν τα επί της σειράς των ορέων της νήσου των αντικρύ κειμένων της Δήλου δάση της Σύρας.
Η Αρεφτιά ήταν πολλαπλά χρήσιμη για τους κατοίκους του νησιού: το ξύλο της είναι ανθεκτικό και μας είναι γνωστό ότι οι Τούρκοι κατασκεύαζαν μ’ αυτό ξιφολαβές. Σαν καύσιμο δίνει λαμπερή φλόγα και χρησιμοποιείται για τη λειτουργία καμίνων σιδηρουργείων και χαλκουργείων, αφού πρώτα ανθρακοποιηθεί (γυφτοκάρβουνο).
Αντίθετα από τον Tournefort που υποστηρίζει ότι η ξυλεία στο νησί είναι ολιγίστη ο Αμπελάς και ο Della Rocca επιμένουν ότι υπήρχε εν ουχί ολίγη αφθονία. Εκτός από την Αρεφτιά στο νησί υπάρχουν ακόμα Σχίνοι, Λυγαριές, Αγριελιές και Χαρουπιές. Τα χαρούπια ή ξυλοκέρατα, μαζί με το κρέας των αγριόγιδων, αποτελούσαν τη βασική διατροφή των 400 περίπου «Συριανών» όταν τους συνάντησε ο Buondelmonti το 1414.
Από πολύ παλιά έχουν γίνει συστηματικές «αναδασώσεις» με πεύκα σε διάφορα σημεία της Σύρας, όπως στο λόφο της Ανάστασης και στις πλαγιές της συνοικίας Βαπόρια, ενώ φυτεύτηκαν αλμυρίκια (Tamarix sp.) στα αλατούχα εδάφη που βρίσκονται κατά μήκος της παραλίας από τον Ταρσανά μέχρι τον Αξό, καθώς και στην αμμουδιά της Βάρης.
Ψηλοί θάμνοι που χρησιμοποιούνται για ξύλευση είναι επίσης ο Πρίνος. η Κουμαριά, το Φιλύκι και η Αριά, Τα φυτά αυτά σχηματίζουν συστάδες, που στη Σύρα τις ονομάζουν σκλερές (ταυτίζοντάς τις, μερικές φορές με τους πετρότοιχους) και τις χρησιμοποιούν για παραγωγή κλαριών «του φούρνου». Από τα φρύγανα, ο Μύρτος και η Δάφνη, καθώς και το Σπάρτο, ο Αγούδουρας, η Αλισφακιά, ο Ασπάλαθρας, το Αχινοπόδι, ο Αλίφονας και το συνηθισμένο θυμάρι, μαζί με τη Γαλατσίδα και την Αφάνα, ξυλεύονται επίσης ή συλλέγονται και χρησιμοποιούνται για διάφορες οικιακές χρήσεις, από την κατασκευή σαρώθρων μέχρι την παραγωγή αφεψημάτων.
Η συλλογή Ζαφοράς (Κρόκων) στο Μύτακα ήταν τακτική ασχολία των Συριανών. Στο νησί συναντιώνται τρία είδη Κρόκων, ο Crocus laevigatus, ο Crocus cartwrightianus και o μοναδικός Crocus tournefortii, ενδημικό είδος της Σύρας, που δεν υπάρχει πουθενά αλλού. Στο herbariurn του Μουσείου Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας διατηρούνται δείγματα που μαζεύτηκαν από τον Άγιο Αθανάσιο της Πηγής, την περιοχή του Αγίου Δημητρίου και το Μέγα Γιαλό.
Τα διάφορα τοπωνύμια που σώζονται μέχρι σήμερα, προδίδουν τη σημασία που είχαν για τους κατοίκους του νησιού τα φυτά, όχι μόνο σαν αντικείμενα καθημερινής ασχολίας, αλλά και σαν αναφορές και διακριτικά τοποθεσιών: Σχινονήσι , Κυπερούσα, Χαρουπιά, Αμπέλα, Ξυλοκοπή, Πρασονήσι, Μεγαλεύκι.
Από τους βιοτόπους που χάθηκαν, αλλά αποτέλεσαν σημαντικό βιοοικολογικό στοιχείο του νησιού, ήσαν τα λιγότερο ή περισσότερο εκτεταμένα δάση από βελανιδιές των ειδών Quercus coccifera και Quercus ilex, που πιθανότατα συνδυάζονταν με την παρουσία συστάδων ή και αλσών από πεύκα (PinuS brutia και, ίσως, Pinus halepensis), όπως φαίνεται, ακόμα και σήμερα, στα υπολείμματα δασών της Kέας(2). Η καταστροφή όμως των δασών αυτών στη Σύρα έγινε πολύ νωρίς, χωρίς να απομείνουν ελάχιστες ενδείξεις για την ύπαρξή τους. Αντίθετα, σήμερα δεν υπάρχει καθαυτό δάσος ούτε «δασικά» είδη στο νησί, και τη θέση τους έχουν πάρει τα φρύγανα που ξαπλώνoνται ακόμα και στα εγκαταλελειμμένα χωράφια, ενώ η διάβρωση αφήνει ακάλυπτο το αρχέγονο πέτρωμα, που διακρίνεται εδώ κι εκεί.
Η μεσογειακή θαμνώδης μακία(3), απομένει μόνο σε ορισμένα σημεία, και πυκνώνει κάπως στις υγρές περιοχές, ιδίως στους εποχιακούς μικροχείμαρρους και στις ρεματιές, που είναι πολύτιμα στοιχεία από οικολογική άποψη, γιατί διευθετούν τη ροή των νερών της βροχής, ενώ οι θάμνοι συγκρατούν το χώμα και το προστατεύουν από τη διάβρωση. Σ’ άλλα νησιά των Κυκλάδων, έχει δυστυχώς αρχίσει το συστηματικό μπάζωμα των ρεματιών στ’ όνομα της κακώς εννοούμενης τουριστικής ανάπτυξης. Η Σύρα είναι πιο τυχερή, αφού οι ελάχιστες υγρές περιοχές στην Πηγή, το Σύριγγα, το Πισκοπειό και τα Χρούσα, διατηρούνται ακόμα – και πρέπει να προστατευθούν με κάθε θυσία.
Τα είδη των φυτών που συναντώνται στη Σύρα και τις Κυκλάδες είναι λίγα, συγκριτικά με εκείνα της κυρίως Ελλάδας, ενώ πολλά είδη που υπάρχουν π.χ. στην Εύβοια, απουσιάζουν τελείως, όπως ο ίδιος ο Rechinger παρατήρησε ήδη από το 1950.
Ειδικά εκείνα τα φυτά που ανήκουν στον τύπο βλάστησης των φρυγάνων(4) έχουν ακανόνιστη κατανομή. Αρκετά είδη που υπήρχαν άλλοτε έχουν εξαφανιστεί σήμερα∙ ο μικρός αριθμός των ατόμων και η μη δυνατότητα φυσικής επανεισαγωγής (από τα γύρω νησιά ή την Εύβοια) ήσαν οι κυριότεροι παράγοντες που οδήγησαν στην εξαφάνιση. Πράγματι, ακόμα και τα στενά θαλάσσια περάσματα των 10-20 km ενήργησαν αποδεδειγμένα σαν αποτελεσματικοί φραγμοί στη διάδοση των φυτών από νησί σε νησί στις Κυκλάδες, Από την άλλη μεριά, πολλές αποικίες ορισμένων ειδών που φαίνεται πως ήσαν φυσικές, αποδεικνύεται ότι είναι άμεσα ή έμμεσα αποτελέσματα ανθρώπινης παρέμβασης.
Άλλα, μικροσκοπικά είδη φυτών αναπτύσσονται στις λακκούβες που γεμίζουν νερό το χειμώνα ή νωρίς την άνοιξη και ξεραίνονται ύστερα. Πολύ ενδιαφέρουσα είναι η χλωρίδα που υπάρχει στις ακτές(5), ιδίως στις εκτεταμένες αμμουδιές των Αγκαθωπών, της Βάρης, της Αζόλιμνου και του Κινιού∙ ανάμεσα στα σπάνια είδη που φυτρώνουν εκεί είναι και ο υπέροχος Κρίνος της θάλασσας (Pancratium maritimum), που είναι πολύ συνηθισμένος στην παραλία των Αγκαθωπών.
Σπάνια φυτά υπάρχουν επίσης στις υγρές περιοχές γύρω από τον κόλπο του Γαλησσά, από τη ζώνη που σκάει το κύμα μέχρι τον αμαξωτό δρόμο∙ εκεί σίγουρα απειλούνται από την οικοπεδοποίηση και την τουριστική ανάπτυξη που γέμισε τα τελευταία χρόνια το Γαλησσά με ξενοδοχεία, παμπς και εστιατόρια. Η περιοχή ήταν, σίγουρα, από τους πιο σημαντικούς βιότοπους του νησιού κι ακόμα και σήμερα αποτελεί σταθμό για τα μεταναστευτικά πουλιά, αφού ο γράφων παρατήρησε Ερωδιούς πάνω στις στέρνες τον Αύγουστο του 1988, στην ακμή της τουριστικής περιόδου.
Φυτογεωγραφικά, οι Κυκλάδες διαχωρίζονται σε ομάδες που έχουν κοινά χαρακτηριστικά ή μεγάλες διαφορές μεταξύ τους. Πολλά είδη συναντώνται μόνο σ’ ένα νησί (η Άνδρος είναι τυπικό παράδειγμα) ή ομάδα νησιών, ενώ άλλα έχουν ενιαία κατανομή. Είδη με ενιαία κατανομή είναι τα εξής
Callicotomevillosa – Σπάλαθος
Coridothymuscapitatus – Θυμάρι
Genista acanthoclada –Αφάνα
Sarcopoterium spinosum – Αφάνα, Φρύγανο
Satureia thymbra – Θρούμπι
Carlina corymbosa – Γαϊδουράγκαθο
Oryzopsis caerulescens – Αγριόκρινος
Iris sisyrinchium – Κρινάκι
Astragalus hamosus – Τετράγκαθο
Bupleurum gracile –Σκυλομάραθο
Μια σχηματική κατάταξη των νησιών ανάλογα με τη φυτογεωγραφική τους ταυτότητα επιχείρησαν οι επιστήμονες του Πανεπιστημίου της Lund (Σουηδία), που συνεχίζουν το έργο του Rechinger από το 1957. Σ’ αυτή την κατάταξη, η Σίφνος και η Σύρα αποτελούν μια φυτογεωγραφική ενότητα∙ η Άνδρος, η Τήνος και η Μύκονος έχουν περισσότερες ομοιότητες μεταξύ τους και με τη Νάξο.
(1) Ο συγγραφέας εννοεί τα αρτίγονα (σύγχρονα) είδη, όχι εκείνα που έζησαν σε άλλες γεωλογικές περιόδους.
(2) Ελάχιστες Βελανιδιές υπάρχουν επίσης στην Άνδρο, τη Νάξο και την Ίο, ενώ αναδασώσεις με πεύκα έχουν γίνει στη Γυάρο.
(3) Τύπος βλάστησης των μεσογειακών περιοχών, που χαρακτηρίζεται από θαμνώδη φυτά σε διάφορα επίπεδα ύψους και λιγοστά δέντρα.
(4) Τύπος βλάστησης, χαρακτηριστικός των ελληνικών νησιών, αλλά και περιοχών της ενδοχώρας, που χαρακτηρίζεται από την απουσία δέντρων, ενώ η βλάστηση έχει υπερβoσκηθεί και περιορίζεται σε μικρούς χαμηλούς θάμνους.
(5) Είναι γνωστή η ποικιλία των φυτών που ανθίζουν την άνοιξη στην περιοχή της άκρης του λιμανιού, από τον Ταρσανά μέχρι και τα Λαζαρέτα. Εκεί που πριν υπήρχαν υγρότοποι. Τα είδη αυτά των φυτών δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στη Σύρα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ
1. Αμπελά, Τιμ. 1874. lστορία της νήσου Σύρου. Αθήναι.
2. Γρύσπου, Π. 1968. Η Δασική Φυσιογνωμία των Κυκλάδων Νήσων. Αθήναι.
3. Διαπούλη, Χ. 1961. Ενδημικά Φυτά των Κυκλάδων. Αθήναι.
4. Ζερλέντη, Κ. 1952. Συμβολή στη φυτογεωγραφία των Κυκλάδων (διδακτορική διατριβή). Αθήναι.
ΞΕΝΟΓΛΩΣΣΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1.Rechinger, Κ.Η. 1943. Flora Aegaea. Denkschr. Akad. Wiss- Wien. Math.-Νat. ΚΙ. 105( 1).
2.Rechinger, Κ.Η. 1949. Florae Aegaeae supplementum. Phyton, Ι: 194–228.
3.Rechinger, Κ.Η. 1950. Grundzϋge der phlanzenverbreitung in der Αgäis I-III. Vegetatio 2: 55-119, 239-308, 365-386.
4.Rechinger, Κ.Η. 1951. Phytogeographia Aegaea. Denlkschr. Akad. Wiss. Wien. Math.-Νat. ΚΙ. 105(3).
5.Strid, Α. 1970. Studies in the Aegean flora ΧVΙ. Biosystematics of rhe NigeJla arvensis complex with special reference in the problem of non – adaptiνe radiation. Opera Botanica 28: 1-169.
6.Strid, Α. 1971. Ενοlution in the Aegean. Proceedings of a symposium held at the Department of Plant Taxonomy, Lund, Sweden. Opera Botanica 30.
πηγή: Συριανά Γράμματα τ. 7, 1989