Η εξομολόγηση ενός “μουρλάκια” – τρελόχαρτο στο στρατό,
Nikos Tsekhs
Ιστορίες τρέλλας Ουφ! Το στομάχι πονάει και το κεφάλι μου γυρίζει! Η κούραση από το χτεσινό ταξίδι, το άγχος πριν κοιμηθώ και όλη γενικά η ταλαιπωρία με έχουν τσακίσει! Πλησιάζουμε προς το στρατόπεδο και η καρδιά μου πάει να σπάσει. Δεν μπορώ να το πιστέψω ότι τελικά φτάσαμε ως εδώ! Καλά είναι όταν τα κουβεντιάζεις με τους φίλους, αλλά τούτο δω σίγουρα διαφέρει.
Και ήταν μεγάλη η πορεία που τραβήξαμε μέχρι να φτάσουμε εδώ. Μια πορεία που ξεκίνησε από τους τσακωμούς στο σπίτι και τη συγκατάθεση των γονιών που μετά από κόπο πήρα, μέσα από τις ανασφάλειες και το άγχος για να παρθεί η οριστική απόφαση και μέχρι τις ατελείωτες κουβέντες με ανθρώπους που ήταν πιο έμπειροι στο θέμα και νοιάζονταν να με βοηθήσουν.
Η αδερφή μου, αγχωμένη και αυτή, κοιτάζει μελαγχολικά έξω από το παράθυρο του αυτοκινήτου ενώ καπνίζει. Κοιτώντας τη θυμάμαι πόσο πολύ αγαπώ τη ζωή που αυτοί οι κομπλεξικοί θέλουν να μου κλέψουν. Μόνο τέτοιες σκέψεις μπορούν να με κάνουν να αισιοδοξώ.
Και φτάνουμε ξαφνικά μπροστά στο στρατόπεδο. Αδρεναλίνη για πρώτη φορά στο κατακόρυφο, αν και εδώ τα πράγματα είναι σχετικά απλά. Πρέπει να πάμε μέσα, να παρουσιαστώ και ο συνοδός μου ο Βασίλης, πρέπει να συμπληρώσει τα απαραίτητα έγγραφα για να πάρουμε το παραπεμπτικό.
Η αδερφή μου, που θα βοηθήσει στο γιατρό και στην επιτροπή απαλλαγών πιο μετά, θα μας περιμένει σε ένα καφενείο απέναντι από την πύλη του στρατοπέδου. Με φιλάει και προχωράμε. Φτάνουμε στην πύλη. Εγώ, ένα μήνα τώρα ακούρευτος και αξύριστος, μοιάζω σαν πραγματικός παλιάτσος. Φοράω μια παλιά φόρμα και μακρυμάνικη μπλούζα, μέσα Ιούλη και με καύσωνα, λες και υπάρχει ενδυματολογία για τους ανθρώπους με ψυχικά προβλήματα.
Προχωράω με σκυμμένο το κεφάλι, δεν ξέρω πως πρέπει να στέκομαι, έχω αγχωθεί τόσο πολύ! Ο Βασίλης μιλάει ευγενικά με τον στρατονόμο στην πύλη εξηγώντας του την περίπτωση και αυτός – ευγενέστατος – μας λέει να περιμένουμε και θα μας ανεβάσουν σε λίγο πάνω, κοιτώντας με με οίκτο.
Κάθομαι, αφού ο Βασίλης μου λέει να κάτσω και κοιτάζω κάτω συνέχεια. Κάνω ένα τσιγάρο μήπως και χαλαρώσω λίγο και σιγά σιγά αρχίζω να εξερευνώ το περιβάλλον γύρω μου. Γενικά έχει μαζευτεί διάφορος κόσμος, τα παιδιά της σειράς μου, με τις οικογένειες τους. Κοιτάζω τα παιδιά αυτά, είναι τσακισμένα τελείως. Ένας από αυτούς, γεροδεμένο παιδί, κλαίει, ενώ όλοι οι υπόλοιποι της οικογένειας γελάνε! «Έλα λεβέντη μου», του λέει η μάνα, «μην κλαις, εδώ θα γίνεις άντρας!» Τι φρικτό σκηνικό! Τι μαλάκες, σκέφτομαι, δυο μέτρα λεβέντης, το στρατό χρειάζεται για να γίνει άντρας; Βλέπω και μια άλλη μάνα, που με κοιτάζει με λύπη ενώ ταυτόχρονα φαίνεται να είναι ευχαριστημένη που το δικό της παιδί είναι γερό και θα υπηρετήσει την πατρίδα! Αναθαρρεύω πάντως γιατί αν κρίνω από τον τρόπο που με κοιτάνε μάλλον είμαι πειστικός και παίζω το θέατρο καλά.
Με ξυπνά η φωνή του στρατονόμου. «Ελάτε», λέει, «θα σας ανεβάσουμε πάνω με το τζιπ». Δεν σηκώνομαι, περιμένω τον Βασίλη να με πάρει, αυτό άλλωστε έχουμε συνεννοηθεί. Μόνο μόλις μου πει αυτός μετακινούμε.
Προχωρώντας προς τα μέσα τα συναισθήματα είναι ανάμεικτα. Φόβος και ταυτόχρονα ελπίδα. Γράφουν τα ονόματα μας ενώ εγώ κάθομαι όπου μου πει ο Βασίλης και δεν σαλεύω. Ευτυχώς υπάρχουν και άλλοι υποτιθέμενοι μουρλοί.
Δίπλα μου κάθετε ένας τύπος με μια τεράστια ράστα. «Που πάει αυτός», σκέφτομαι. «Δεν θα καταλάβουν ότι προσποιείται;» Πιο δίπλα ένα άλλο παιδί που ποτέ δεν κατάλαβα αν το έπαιζε ή αν είχε πραγματικά πρόβλημα, μαζί με τον πατέρα του.
Ενώ ο Βασίλης συμπληρώνει ένα τόνο χαρτιά σε διάφορα γραφεία του στρατοπέδου, βλέπω τους νέους και φρικάρω. Τους έχουν γδύσει τελείως, τους έχουν σε μια σειρά και τους βαράνε ένα κάρο εμβόλια. Τσαντίζομαι, και υπόσχομαι στον εαυτό μου να μην το ζήσω ποτέ αυτό. Απίστευτη ζέστη, ιδρώνω συνέχεια και ευτυχώς κάποιοι φαντάροι μου δίνουν ένα μπουκαλάκι νερό. Θέλω να τους ευχαριστήσω, φαίνονται καλά παιδιά και μάλλον με λυπούνται αλλά δεν πρέπει να μιλάω σε κανέναν. Ένας άλλος, πιο παλιός μάλλον έρχεται και με ρωτάει αν είμαι για «χαρτί». Δεν του απαντάω και φεύγει.
Και αφού κάτσαμε δύο ολόκληρες ώρες στο στρατόπεδο, παίρνουμε στα χέρια μας το πολυπόθητο παραπεμπτικό και φεύγουμε! Βγαίνοντας έξω από την πύλη, αισθάνομαι την ανάγκη να χαλαρώσω λίγο, σηκώνω τα μανίκια της μπλούζας και ανάβω τσιγάρο. Ο στρατονόμος της πύλης με κοιτά έκπληκτος, τον κοιτάζω για πρώτη φορά σταθερά στα μάτια και φεύγουμε.
Το νοσοκομείο δυστυχώς δεν το προλάβαμε! Όταν φτάσαμε είχε κλείσει. Διακοπή για την επόμενη μέρα λοιπόν.
Και πάλι στομαχόπονος και πονοκέφαλος! Ξύπνιοι από το άγριο χάραμα, λέμε καλαμπούρια συνεχώς και προσπαθούμε να χαλαρώσουμε. Τουλάχιστον σήμερα έχω την εμπειρία της προηγούμενης μέρας. Στο νοσοκομείο επικρατεί χάος. Τόσα πολλά παιδιά που περιμένουν εξέταση. Ένστολοι φαντάροι, που μόλις τους εξετάσουν τους χώνουν μέσα στο νοσοκομείο για θεραπεία και καλά, τοξικομανείς και διάφοροι άλλοι. Εντυπωσιακοί ήταν οι τσιγγάνοι, που ερχόντουσαν μαζί με τον εξεταζόμενο άλλα δεκαπέντε άτομα για συμπαράσταση!
Αυτό είναι αλληλεγγύη σκέφτομαι. Όλη η οικογένεια μαζί!
Φτάνει η σειρά μου για εξέταση. Ενώ η αδερφή μου με βάζει μέσα στο γραφείο του γιατρού, αισθάνομαι να ιδρώνω συνέχεια και να τρέμω από τους πολλούς φραπέδες και το άγχος. Η αδερφή μου με βάζει να κάτσω και κάνει μια σύντομη εισαγωγή του προβλήματος μου στον γιατρό, ο οποίος φαίνεται ήρεμος και αυτό
ηρεμεί και μένα. Η πόρτα κλείνει και μένω μόνος με τον γιατρό. Απίστευτο άγχος.
«Τι έχεις;» με ρωτά. Δεν απαντώ και προσπαθώ να τον κοιτάζω στα μάτια όσο λιγότερο γίνεται. Πέραν του ότι δεν πρέπει να απαντήσω αμέσως, δεν μπορώ κιόλας να μιλήσω από το υπερβολικό άγχος. Αφού με ρωτάει γύρω στις τέσσερις φορές τι έχω του λέω ότι ο μπαμπάς μου με λέει χαζό και βλάκα. Ο γιατρός μορφάζει και σκέφτομαι ότι μάλλον το παράκανα και θα με καταλάβει. Αλλά αυτός ευτυχώς αλλάζει με τη μία θέμα. «Τα βράδια κοιμάσαι;» με ρωτάει. Αργώ να απαντήσω και όταν το αποφασίζω απλά γνέφω το κεφάλι μου αρνητικά. Αυτός συνεχίζει και με ρωτάει γιατί όχι.
Προσπαθώ να ελέγχω τη ροή της κουβέντας και τον αναγκάζω να μου τα βγάζει στην κυριολεξία με το τσιγκέλι. Του λέω αργά και επιφυλακτικά ότι φοβάμαι πως δεν θα ξαναξυπνίσω. Αυτός αλλάζει συνέχεια την κουβέντα και αισθάνομαι ότι προσπαθεί να δει αν θα πέσω σε αντιφάσεις. Είμαι όμως καλά προετοιμασμένος και κοντρολάρω ακόμα την κουβέντα γιατί εκμεταλλεύομαι το μεγάλο μου πλεονέκτημα, δηλαδή όπου δω τα σκούρα δεν απαντώ. Μουρλός είμαι και ότι θέλω κάνω. Τα παιδιά ευτυχώς μου έχουν δώσει για όλες τις ερωτήσεις και μια απάντηση. Δεν βλέπω τηλεόραση, δεν έχω φίλους και είμαι άμεσα εξαρτημένος από την αδερφή μου, τη οποία αναφέρω συνέχεια.
Σε κάποια φάση ο γιατρός αγανακτεί! «Άσε πια την αδερφή σου και τη μάνα σου!» μου λέει, «εσύ τι κάνεις για τη ζωή σου!» Σκέφτομαι ότι σίγουρα τον έχω πείσει και περιμένω υπομονετικά ενώ μου βγάζει λόγο. «Πρέπει να γίνεις καλά, είσαι νέος και δυνατός. Να πας στο γιατρό να σε δει και όλα θα πάνε καλά!» Κάτι γράφει πάνω σε ένα χαρτί και μου χαμογελάει. «Πήγαινε τώρα» μου λέει και συνεχίζει να μου δίνει συμβουλές. Δεν μπορώ να το πιστέψω! Δεν σηκώνομαι αμέσως και ενώ τώρα πια δεν φοβάμαι και τόσο, το παίζω λίγο ακόμα για να το σιγουρέψουμε. Φεύγω τελικά σιγά σιγά.
Ο γιατρός διέγνωσε καταθλιπτική συνδρομή και πρότεινε ένα χρόνο αναβολή.
Σπουδαία τα πήγαμε! Τρέχουμε τώρα προς την επιτροπή απαλλαγών, το τελευταίο και ίσως πιο δύσκολο μέρος της ιστορίας.
Εκεί η κατάσταση είναι πιο τραγική. Τόσος πολύς κόσμος! Μου έκαναν μεγάλη εντύπωση όλοι αυτοί που είχαν έρθει μόνο και μόνο για να πουν ότι είναι εθισμένοι σε κάποια ουσία. Αυτοί έμπαιναν μέσα και έβγαιναν πάλι σε δευτερόλεπτα. Βλέπεις, το έθνος δεν θέλει πρεζάκια στο στράτευμα του!
Όταν έφτασε η σειρά μου, ευτυχώς μπήκα μέσα με την αδερφή μου, η οποία συνεχώς με κρατούσε από το χέρι για το θέατρο της υπόθεσης αλλά και για να μου δίνει κουράγιο. Η επιτροπή ήταν πολλά άτομα, καραβανάδες όλοι, αλλά μόνο έναν θυμάμαι, που πρέπει να ήταν και ο πιο υψηλόβαθμος. Είχε μουστάκι, παράσημα στο στήθος και παράστημα ήρωα. «Τι έχεις εσύ ρε;» φώναξε με αυστηρή και βραχνή φωνή.
Δεν του απάντησα. Του έκανε μια σύντομη αναφορά η αδερφή μου και διακόπτοντας τη με ξαναρωτά:
«Θα πας στο γιατρό ρε να γίνεις καλά;»
Του έγνεψα καταφατικά και μου είπε «Φύγε τώρα αλλά την επόμενη φορά να φέρεις χαρτιά!». Είχε τόσο κόσμο βλέπεις, που χρόνος να ασχοληθεί με όλους!
Βγαίνουμε στο προαύλιο. Δεν μπορούσα να το πιστέψω! Τέτοια αίσθηση ελευθερίας! Ήθελα να φωνάξω από χαρά!
Το πιο σπουδαίο, κατά τη γνώμη μου είναι το ότι σπας το καθιερωμένο. Κόντρα στους κλέφτες της ζωής, τίποτα δεν είναι πια αυτονόητο και όλα παλεύονται.
Ακολουθείς τον δρόμο των πολλών ή αλλιώς παίρνεις ένα δρόμο πιο δύσκολο, πιο αβέβαιο αλλά γεμάτο ενδιαφέρον και ελπίδα για μια καλύτερη, ελεύθερη ζωή.
Να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας. Να το πάρουν χαμπάρι όλοι οι φορείς της εξουσίας ότι δεν θα κάμψουν την αντίσταση μας τόσο εύκολα, ούτε το με το στρατό, ούτε με τη μισθωτή σκλαβιά αλλά ούτε και με οποιοδήποτε άλλο τρόπο! Θα βρίσκουμε πάντα τρόπους να αντιστεκόμαστε και θα είμαστε πάντα πιο έξυπνοι και πιο δυνατοί.
Στο τέλος, εμείς θα είμαστε οι νικητές!
Σάββατο 15, Ιανουάριος 2005