“Καρλ Λήμπκνεχτ”. Η αντιμιλιταριστική παράδοση της γερμανικής παράδοσης…
του Θανάση Καμπαγιάννη
Ο Καρλ Λήμπκνεχτ γεννήθηκε στη Λειψία της Γερμανίας στις 13 Αυγούστου του 1871 (τη χρονιά της Παρισινής Κομμούνας), κυριολεκτικά μέσα στους κόλπους της γερμανικής αριστεράς της εποχής. Πατέρας του ήταν ο Βίλχελμ Λήμπκνεχτ, ένας από τους μαρξιστές ηγέτες του μετέπειτα Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος της Γερμανίας (SPD), του κόμματος που συσπείρωνε εκατομμύρια εργάτες κάτω από τις σημαίες του σοσιαλισμού.
Ο Καρλ σπούδασε νομικά και πολιτική οικονομία στη γενέτειρά του και στη συνέχεια στο Βερολίνο. Υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στο Πότσδαμ και επέστρεψε στο Βερολίνο, αποφασισμένος να αφιερωθεί στο σοσιαλιστικό κίνημα. Ως δικηγόρος υπερασπίστηκε πολλές φορές αγωνιστές διωκόμενους για τη δράση τους, όπως το 1904 όταν φτωχοί αγρότες στην Ανατολική Πρωσία συνελήφθησαν να περνάνε λαθραία σοσιαλιστικά φυλλάδια στην τσαρική Ρωσία (δράση στην οποία πήρε μέρος και ο ίδιος).
Ο Λήμπκνεχτ ρίχτηκε από νωρίς στη μάχη κόντρα στην αναθεωρητική πτέρυγα του SPD και τις πιέσεις που ασκούνταν στο κόμμα για δεξιά προσαρμογή στις ανάγκες του γερμανικού καπιταλισμού. Το έτος 1907 ήταν αποφασιστικό τόσο για το SPD όσο και για την πολιτική πορεία του ίδιου.
Στις εκλογές της χρονιάς εκείνης οι σοσιαλδημοκράτες χάνουν τις μισές τους έδρες στο Ράιχσταγκ (τη γερμανική Βουλή), μετά από μια λυσσασμένη εκστρατεία της εθνικιστικής δεξιάς υπέρ του δικαιώματος της Γερμανίας να αποκτήσει κι αυτή αποικίες στην Αφρική. Η ανοιχτά αναθεωρητική πτέρυγα του Μπερνστάιν παύει πλέον να είναι η μόνη που πιέζει για δεξιά στροφή του κόμματος, που «έγινε πολύ αριστερό για τους μικρομεσαίους ψηφοφόρους».
Ο Κάουτσκι αναδεικνύεται πλέον σε ηγέτη του «κέντρου», που διαχωρίζεται από τη δεξιά, αλλά ανοίγει μέτωπο με τους «εξτρεμιστές της Αριστεράς», κύρια με τα μέλη του κόμματος που συσπειρώνονται γύρω από τις ιδέες και τη δράση της Ρόζας Λούξεμπουργκ. Η διαμάχη θα μεταφερθεί και στο Συνέδριο της Δεύτερης Διεθνούς στη Στουτγκάρδη, όπου οι διαφορετικές πτέρυγες θα συγκρουστούν πάνω στο ζήτημα της καταδίκης του ιμπεριαλισμού, με την αριστερή πτέρυγα του Λένιν και της Ρόζας να κερδίζουν τελικά την πλειοψηφία. Ο Λήμπκνεχτ τάσσεται ανεπιφύλακτα με την αριστερά του SPD.
Καρπός αυτής του της επιλογής είναι το έργο του «Μιλιταρισμός και Αντιμιλιταρισμός», που κυκλοφόρησε το 1907. Η εκλογική καθίζηση, σύμφωνα με τον συγγραφέα του βιβλίου, αντί να επιτάσσει μια υποχώρηση στις εθνικιστικές πιέσεις, βάζει για το κόμμα νέα αντιμιλιταριστικά καθήκοντα. «Οι εκλογές του 1907… έδειξαν πόσο άθλια αδύναμη ήταν η αντίσταση του γερμανικού λαού στις ψευτοπατριωτικές παγίδες, όπου τον οδηγούσαν αυτοί οι ελεεινοί επαγγελματίες πατριώτες… Αυτές οι εκλογές διαφώτισαν κάπως το προλεταριάτο… το εκπαίδευσαν και το απελευθέρωσαν απ΄ την αστόχαστη «συνήθεια της νίκης». Και ξύπνησαν κάποια δύναμη που μας οδηγεί στο βάθεμα του προλεταριακού κινήματος… Κάνει να προβάλει οξύ, όσον αφορά το γερμανικό εργατικό κίνημα, το ζήτημα του αντιμιλιταρισμού». Το βιβλίο κρίθηκε τόσο επικίνδυνο που ο συγγραφέας του καταδικάστηκε σε δεκαοκτάμηνη φυλάκιση. Ωστόσο, όντας φυλακισμένος, ο Λήμπκνεχτ εκλέχτηκε βουλευτής στο Πρωσικό κοινοβούλιο. Και το 1912 ακολουθεί η εκλογή του ως βουλευτή του SPD στο γερμανικό Ράιχσταγκ.
Εκεί, ο Λήμπκνεχτ θα γράψει μια από τις λαμπρότερες σελίδες του επαναστατικού κινήματος του 20ού αιώνα. Θα αντισταθεί έμπρακτα στο πολεμικό σφαγείο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου καταψηφίζοντας τις πολεμικές πιστώσεις, κόντρα στην ηγεσία του SPD που στις 4 Αυγούστου 1914 υποτάχτηκε στο κάλεσμα του γερμανικού κράτους για «εθνική ενότητα σε καιρό πολέμου». Ο Λήμπκνεχτ θα είναι ο μόνος που θα σπάσει την κομματική πειθαρχία στη δεύτερη ψηφοφορία που έγινε στις 2 του Δεκέμβρη, αλλά θα πληρώσει ακριβά αυτή του την επιλογή. Αν και βουλευτής, ο γερμανικός στρατός τον καλεί να καταταχτεί ξανά και τον στέλνει στο ανατολικό μέτωπο με την ανοχή (αν όχι την ενθάρρυνση) της ηγεσίας του SPD που προχωράει στη διαγραφή του. Επειδή αρνήθηκε να σηκώσει όπλο, η τιμωρία του ήταν να αναλάβει το πόστο του νεκροθάφτη, να ανοίγει δηλαδή τρύπες για τα πτώματα των ένστολων εργατών που αλληλοσκοτώνονταν στα χαρακώματα. Στα τέλη του 1915 η υγεία του κατέρρευσε και ο Λήμπκνεχτ επέστρεψε στα μετόπισθεν.
Ένα διεθνιστικό μανιφέστο
Η δήλωση του Λήμπκνεχτ τον Δεκέμβρη του 1914, όταν καταψήφιζε τις πολεμικές πιστώσεις στο Κοινοβούλιο, είναι ένα μανιφέστο ενάντια στον πόλεμο και τον εθνικισμό:
«Η ψήφος μου εναντίον των πολεμικών πιστώσεων που συζητούνται σήμερα είναι βασισμένη στις ακόλουθες εκτιμήσεις. Αυτός ο πόλεμος, ανεπιθύμητος για όλους τους εμπλεκόμενους λαούς, δεν ξέσπασε για την ευημερία του γερμανικού λαού ή οποιουδήποτε άλλου. Είναι ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος, ένας πόλεμος για σημαντικά εδάφη που θέλουν να εκμεταλλευτούν οι καπιταλιστές και οι χρηματιστές. Από την άποψη των εξοπλιστικών ανταγωνισμών, είναι ένας πόλεμος που προκλήθηκε από τις γερμανικές και αυστριακές φιλοπόλεμες παρατάξεις, μέσα στο σκοτάδι του μισοφεουδαρχισμού και της μυστικής διπλωματίας, για να κερδίσουν το πλεονέκτημα απέναντι στους ανταγωνιστές τους. Την ίδια στιγμή, ο πόλεμος είναι μια Βοναπαρτίστικη προσπάθεια για να παρενοχλήσουν και να διασπάσουν το ολοένα και μεγαλύτερο κίνημα της εργατικής τάξης.
Η γερμανική κραυγή: «Ενάντια στον Τσαρισμό!» έχει κατασκευαστεί για την περίσταση – όπως έχουν κατασκευαστεί τα αντίστοιχα βρετανικά και γαλλικά συνθήματα – για να εκμεταλλευτούν τις ευγενέστερες τάσεις και τις επαναστατικές παραδόσεις και τα ιδανικά των λαών, ώστε να υποκινήσουν το μίσος του ενός εναντίον του άλλου.
Η Γερμανία, ο συνένοχος του Τσαρισμού, το μοντέλο της αντίδρασης μέχρι και σήμερα, δεν μπορεί στα σοβαρά να σταθεί ως ο απελευθερωτής των λαών. Η απελευθέρωση του ρωσικού και του γερμανικού λαού πρέπει να είναι έργο των ίδιων.
Ο πόλεμος δεν είναι πόλεμος για την γερμανική άμυνα. Η ιστορική του βάση και η εξέλιξή του από την αρχή κάνουν μη αποδεκτό το πρόσχημα της καπιταλιστικής κυβέρνησης ότι ο σκοπός για τον οποίο ζητάει τις πιστώσεις είναι η υπεράσπιση της πατρίδας.
Μια άμεση ειρήνη, μια ειρήνη χωρίς κατακτήσεις, αυτό είναι που πρέπει να απαιτήσουμε. Κάθε προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να υποστηριχτεί. Μόνο με το να δυναμώνουμε συντονισμένα και διαρκώς τα ρεύματα σε όλες τις εμπόλεμες χώρες που έχουν ως στόχο τους μια τέτοια ειρήνη μπορούμε να τερματίσουμε αυτό το αιματηρό σφαγείο. Μόνο μια ειρήνη βασισμένη στην διεθνή αλληλεγγύη της εργατικής τάξης και την ελευθερία όλων των λαών μπορεί να είναι μια ειρήνη που θα διαρκέσει. Συνεπώς, είναι το καθήκον των προλετάριων όλων των χωρών να συνεχίσουν κατά τη διάρκεια του πολέμου την κοινή σοσιαλιστική προσπάθεια υπέρ της ειρήνης.
Υποστηρίζω τις πιστώσεις για την ανακούφιση [από τις συνέπειες του πολέμου] με αυτή την επιφύλαξη: ψηφίζω πρόθυμα για ο,τιδήποτε μπορεί να ανακουφίσει τη σκληρή μοίρα των αδελφών μας στο πεδίο της μάχης, όπως και των πληγωμένων και των αρρώστων, για τους οποίους νιώθω την βαθύτερη συμπόνια. Αλλά, σε ένδειξη διαμαρτυρίας εναντίον του πολέμου, εναντίον όσων είναι υπεύθυνοι γι΄ αυτόν και όσων τον προκάλεσαν, εναντίον όσων τον διευθύνουν, εναντίον των καπιταλιστικών σκοπών για τους οποίους χρησιμοποιείται, εναντίον των σχεδίων για προσαρτήσεις, εναντίον της παραβίασης της ουδετερότητας του Βελγίου και του Λουξεμβούργου, εναντίον της απεριόριστης ισχύος του στρατιωτικού νόμου, εναντίον της απόλυτης εγκατάλειψης των κοινωνικών και πολιτικών καθηκόντων για την οποία η Κυβέρνηση και οι κυρίαρχες τάξεις είναι ένοχες, ψηφίζω ενάντια στις ζητούμενες πολεμικές πιστώσεις».
Η μοναχική φωνή του Λήμπκνεχτ το 1914 έγινε κραυγή εκατομμυρίων εργατριών και εργατών που το 1918 σταμάτησε το μακελειό. Οι ιδέες του εξακολουθούν να συντροφεύουν όσους μέχρι σήμερα παλεύουν ενάντια στον πόλεμο και το σύστημα που τον γεννάει.
Η επανάσταση που σταμάτησε τον πόλεμο
Ωστόσο, η εξέλιξη του πολέμου, με τα εκατομμύρια των νεκρών, τη φτώχεια και την εξαθλίωση που προκαλούσε, σήμανε μια μαζική στροφή στις συνειδήσεις των εργατών που τον είχαν υποστηρίξει. Ο Σπάρτακος, η διεθνιστική οργάνωση που ίδρυσαν μια χούφτα επαναστάτες – μέλη του SPD το 1914 (η Λούξεμπουργκ, ο Λήμπκνεχτ, ο Μέριγκ, η Τσέτκιν, κ.α.), αν και απομονωμένη στην αρχή, αποκτούσε σταδιακά μαζική απήχηση. Την Πρωτομαγιά του 1916, ο Σπάρτακος κάλεσε αντιπολεμική διαδήλωση στο Βερολίνο, στην οποία συμμετείχαν 10.000 εργάτες. Όταν ο Λήμπκνεχτ ανέβηκε στο βήμα, κατήγγειλε το σφαγείο φωνάζοντας «Κάτω ο πόλεμος! Κάτω η κυβέρνηση!». Αμέσως η αστυνομία συνέλαβε τους ηγέτες της συγκέντρωσης και τόσο η Ρόζα όσο και ο Λήμπκνεχτ καταδικάστηκαν σε φυλάκιση. Τη μέρα της καταδίκης, 55.000 εργάτες απέργησαν σε συμπαράσταση με τον Λήμπκνεχτ. Ήταν το προμήνυμα της Γερμανικής Επανάστασης.
Ο Λήμπκνεχτ απελευθερώθηκε τελικά τον Οκτώβρη του 1918, εν μέσω μαζικών αντιπολεμικών συγκεντρώσεων κι ενός κύματος ανταρσίας στο γερμανικό στράτευμα. Όταν οι ναύτες του Κίελου στασίασαν απέναντι στις διαταγές για μια επιχείρηση-αυτοκτονία, η επανάσταση ξέσπασε και το καθεστώς κατέρρευσε. Αν και η ηγεσία του SPD έτρεξε να εκτονώσει τα πράγματα προσφερόμενη για μια αστική κυβέρνηση υπό τον Κάιζερ, οι μάζες απαιτούσαν την παραίτηση του βασιλιά. Κάτω από αυτή τη πίεση και με διαφορά λίγων ωρών από τον Λήμπκνεχτ που ανακήρυξε την «Γερμανική Σοβιετική Δημοκρατία», οι ηγέτες του SPD ανακήρυξαν στις 9 Νοέμβρη την αβασίλευτη «Γερμανική Δημοκρατία» .
Όμως οι επαναστάτες της Γερμανίας ήταν πολύ λιγότερο προετοιμασμένοι από τους Ρώσους συντρόφους τους για το ξετύλιγμα της επανάστασης. Ο Λήμπκνεχτ και η Λούξεμπουργκ βάλθηκαν να χτίσουν ένα νέο επαναστατικό κόμμα κόντρα στις προδοσίες του SPD κυριολεκτικά μέσα στις φλόγες της εξέγερσης. Δεν είχαν ολοκληρωθεί ακόμη οι εργασίες του πρώτου συνεδρίου του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας τον Δεκέμβρη του 1918, όταν ξεκίνησε η αποφασιστική σύγκρουση. Οι εργάτες και οι εξεγερμένοι στρατιώτες του Βερολίνου σύρθηκαν σε μια πρόωρη εξέγερση τον Γενάρη του 1919 που τσακίστηκε από το στρατό, την αστυνομία και τα παρακρατικά σώματα των Freicorps, υπό την επίβλεψη των σοσιαλδημοκρατών ηγετών Νόσκε, Έμπερτ και Σάιντεμαν. Στις 15 Γενάρη, ο Λήμπκνεχτ και η Λούξεμπουργκ δολοφονήθηκαν. Η Γερμανική Επανάσταση θα έμενε έτσι ακέφαλη, στερημένη από τους ικανότερους ηγέτες της με τραγικές συνέπειες για την κατάληξή της.