Σύρος – Η ερωτική ζωή στην Απάνω Μεριά
του Τέου Ρόμβου
Μέσα μου φουρτούνα, αντάρα και καημός. Από τα δάχτυλά μου ξεχύνονται αράδες οι λέξεις, αναβλύζουν λόγια ζυμωμένα με πάθος και οργή, φουσκώνουν φράσεις βουτηγμένες στην καταστροφή του τοπίου, εκτοξεύονται απειλές από παντού, μηνύσεις, δίκες, κραυγές και ουρλιαχτά για σεβασμό προς τον πλανήτη που μας φιλοξενεί, αγώνας για να συνεχίσει να υπάρχει τούτο εδώ το νησιωτικό σύμπλεγμα του Αιγαίου χωρίς να καταστρέφεται από τους μύριους εχθρούς που το πολιορκούν αδιάκοπα, αιώνες τώρα…
Εμπρός, φίλοι μου, σας προσκαλώ σε ένα μεγάλο σεργιάνι στο Αιγαίο. Πάνω από την αγριεμένη θάλασσα και τα αφρισμένα κύματα μέχρι κάτω στο βυθό, εκεί που αναπαύονται τα αρχαία ναυάγια, ψάρια απροσδιόριστης ηλικίας, μαργαριτάρια και γιούσουρι.
Αναδυθείτε και κοιτάξτε τα χελιδονόψαρα που κυνηγιούνται, πώς φτερουγίζουν σύρριζα στα ανεβοκατεβάσματα και στις ρυτιδώσεις του νερού, πώς πλέουν δίπλα μας τα κήτη και οι θαλάσσιες χελώνες αργά σαν τα μικρά νησιά, πώς ξεχνιόνται οι κορμοράνοι στα μακροβούτια τους. Ελάτε να μπούμε σε ανεξερεύνητες θαλασσινές σπηλιές και στήστε αυτί να ακούσετε τα ερωτικά αγκομαχητά και τους ανασασμούς της φώκιας. Χαρείτε τα παιχνίδια που κάνουν οι σάλπες όταν ξωκείλουν στο γιαλό για να γονιμοποιήσουν πέφτοντας με το πλάι, κι όπως σπαρταράνε βλέπεις τα λέπια τους να χρυσαφίζουν και να στραφταλίζουνε στις ζεστές ακτίνες του ήλιου. Μετά τη γονιμοποίηση οι αρσενικοί θα ανοιχτούν στη θάλασσα για να πεθάνουν και, καθώς τα κουφάρια τους θα κατεβαίνουν στο βυθό στροβιλίζοντας, θα ακουμπήσουν πάνω στις θαλάσσιες ανεμώνες, όπου θα γίνουν τροφή για τα αρσενικά χταπόδια και τις σουπιές που θα πεθάνουν με τη σειρά τους, όταν κοπάσει ο οργασμός.
Ελάτε, φίλοι μου, να βγούμε στη βόρεια ακτή της Σύρου, στο Διαπόρι, στης Σκρόφας το γιαλούδι, στη Γλυσούρα ή στου Ψύχα, να σκαρφαλώσουμε προσεκτικά πάνω στα κοφτερά βράχια, ενώ θα απομακρύνονται αιφνιδιασμένα καβούρια, αστερίες, σαλιγκάρια και ψείρες του νερού, κι αυτή η μικρή αλκυόνη θα φτερουγίσει τρομαγμένη μακριά από τη φωλιά της, σαν ένα μικρό ουράνιο τόξο πάνω από τις αφρίλες των κυμάτων. Πάνω στα άγρια ξεβράσματα της λάβας, στα ασβεστολιθικά και ηφαιστειακά πετρώματα της παραλίας που σβήνει ο παφλασμός και το αντιμάμαλο, ερμαφρόδιτες πεταλίδες, κολλημένες σφιχτά, ζευγαρώνουν και με τα δυο ερωτικά πλοκάμια τους που σαλεύουν σαν φίδια, η αρσενική απόληξη γλιστράει στο όστρακο και αφήνει το σπέρμα για να γονιμοποιηθούν τα αυγά, ενώ η άλλη, η θηλυκιά, την ίδια στιγμή υποδέχεται την αρσενική στο διπλό μεθύσι του έρωτα.
Ελάτε σιμά, φίλοι μου, να γευτούμε την άγρια νησιωτική φύση, να απολαύσουμε την Απάνω Μεριά, το τελευταίο συριανό τοπίο, έτσι όπως το ονειρεύτηκε εκείνα τα χρόνια τα αρχαία ο Όμηρος που στέγη δεν είχε και περιπλανιόταν σε τούτα εδώ τα νησιά του Αρχιπελάγους. Ελάτε να περπατήσουμε στις αμμοθίνες, να ανακαλύψουμε την ομορφιά, ένα ποιμενικό τοπίο με πεζούλες και ξερολιθιές, ελάχιστους δρόμους και μονοπάτια, με μικρούς οικισμούς στα Χαρτιανά, στη Φοινικιά, στο Μύτακα, στο Παπούρι, στο Ρυχωπό, στη Χαλανδριανή, στο Λυγερό και πέρα στο Σα Μιχάλη, και λίγες αγροικίες στην Κυπερούσα και στον Κάμπο που γίνονται μέρος του τοπίου.
Η Οργάς, η καλλιεργημένη γη, τρίζει, συστέλλεται και διαστέλλεται από τη συνεχή σπορά και το σκάψιμο που γίνεται με τον ίδιο απαράλλακτο βασανιστικό τρόπο εδώ και χιλιάδες χρόνια. Εδώ κατοικούν λιγοστοί μόνο άνθρωποι που συνυπάρχουν για αιώνες αρμονικά με τη φύση, καλλιεργώντας τα άνυδρα χωράφια τους. Άνθρωποι, ζώα και φυτά, πουλιά και έντομα σε μια αδιάσπαστη ενότητα. Εδώ γεννήθηκε ο πολιτισμός του Αιγαίου.
Θα δείτε τους τρυφερούς αλίφωνες που ριγούν κοντά στη θαλάσσια αύρα και γύρω στο ξωκλήσι του Άι Γιάννη του Φυσώντα τα δηλητηριώδη άνθη του κολχικού. Θα γευτείτε τη λαδερή μυρωδιά του φασκού και θα λιγωθείτε από τα λιωμένα στον ήλιο αιθέρια έλαια του ανθισμένου θυμαριού, από τις μυρωδιές των φυτών, των φρύγανων, της σμύρνας, της ρίσας, του ασφόδελου, της κονιζιάς, της αλωνίδας και του ενδημικού κρόκου που ανακάλυψε ο Τουρνεφόρ στις βοτανολογικές του έρευνες. Τέλος, θα ακούσετε από το ριζικό τους σύστημα που απλώνεται παντού υπόκωφους λιγωμένους ψιθύρους μεταξύ των ερμαφρόδιτων φυτών, που αλληλοαναπαράγονται υπόγεια. Νανόδεντρα, αρεφτιές και φίδες, σχίνοι, λυγαριές, μυρτιές, ρείκια, αγριελιές και χαρουπιές.
Στο μούχρωμα του απογευματινού ήλιου πετούν χρυσαετοί, πετρίτες και κουρούνες και κυνηγιόνται πάνω από το προϊστορικό Καστρί. Μέσα από τη χαράδρα του Άι Θανάση ακούγεται το γλυκόλαλο κελάηδισμα του μέροπα που καλεί το ταίρι του.
Όταν ο ανοιξιάτικος ήλιος αρχίζει να ζεσταίνει τη γη, οι οχιές βγαίνουν από τη χειμερία τους νάρκη, ξετρυπώνουν από το χώμα και τις πέτρες, έρπουν, κινούνται κυματιστά για να γιορτάσουν το ξύπνημά τους με ομαδικό έρωτα πάνω στα ζεστά βράχια, δένονται πάνω στα φρύγανα και στους ασπάλαθους, αγκαλιάζονται, τα αρσενικά γλιστράνε τα διχαλωτά πέη μέσα στη σχισμή των θηλυκών και συγκρατώντας το ένα το άλλο κινούνται σαν τα μαλλιά της Μέδουσας σε μια ερωτική φρενίτιδα που θα διαρκέσει ολόκληρη τη μέρα.
Οι σκατζόχοιροι κρυμμένοι μέσα στους αμπελώνες, λιγωμένοι από τη γλύκα των μυρωδάτων σταφυλιών, μεθυσμένοι από λευκά σερφιώτικα, κόκκινες ξυλομαχαιρούδες, πορφυρές σαν το αίμα κουντούρες, διονυσιασμένοι από όλα τα θεϊκά ζουμιά, καβαλάνε τη θηλυκιά που περιμένει τεντωμένη πάνω στο έδαφος κι ενώ έχει μαζέψει πάνω στο σώμα της τα αγκάθια της.
Αφουγκραστείτε το βουητό του μελισσιού στις χιλιάδες στείρες μέλισσες που ακολουθούν τους δρόμους του νέκταρος και μεταφέρουν από φυτό σε φυτό τη γύρη, στη μοναχική πτήση των λιγοστών κηφήνων που ψάχνουν να ζευγαρώσουν με τη βασίλισσα που φτερουγίζει με τα μεγάλα φτερά της μακριά από την κυψέλη αφήνοντας στο διάβα της μια αφροδισιακή μυρωδιά. Κι εκείνοι πίσω της, ξετρελαμένοι, αλληλοσκοτώνονται μέχρι να καταφέρει κάποιος να την καβαλήσει και να διεισδύσει μέσα της. Αμέσως διπλασιάζεται το πέος του, εκσπερματώνει και παραλύει, τα γεννητικά του όργανα κόβονται και αποκολλώνται μένοντας μέσα στη βασίλισσα και ο θάνατος του αρσενικού επέρχεται ακαριαία. Η πρώτη του ερωτική πράξη είναι και η τελευταία, το ερωτικό πάθος της βασίλισσας τελειώνει εκεί…
Η θηλυκιά σαύρα κάνει κύκλους, σταματάει, σηκώνει την ουρά της και παρουσιάζει την ποθητή γεννητική σχισμή. Ο αρσενικός πλησιάζει, την αρπάζει από το λαιμό, σηκώνει ένα από τα πίσω πόδια του, το περνάει πάνω από τη ράχη της και καλπάζει πάνω της. Οι αρσενικές χελώνες καβαλάνε τις θηλυκές και σπρώχνουν γερά στο έδαφος για να χωθούν μέσα τους.
Ακούστε την αρσενική αράχνη πώς χτυπάει τα ξερά φύλλα για να προσελκύσει τα θηλυκά. Οι θηλυκές αράχνες που κρύβονται στα λουλούδια και στα κλαδιά των δέντρων ανταποκρίνονται εκστασιασμένες στο κάλεσμα. Ο αρσενικός γνέθει μια μικρή μεταξωτή αιώρα και ανεβοκατεβαίνει στον ιστό, αιωρείται, ταλαντεύεται και χαϊδολογάει τη θηλυκιά κι όταν τελικά καταφέρει να την πλησιάσει, τοποθετεί την αριστερή του γναθική προσαρκτρίδα μέσα στο αριστερό άνοιγμα του γεννητικού της συστήματος και τη δεξιά του στο δεξιό της άνοιγμα, η θηλυκιά αντιλαμβάνεται τις ερωτικές δονήσεις και ο αρσενικός κουνάει τις κεραίες του που εισχωρούν και εκτοξεύουν σπέρμα μες στη γεννητική της οπή. Ζευγαρώνουν πάνω στον ιστό που χρησιμοποιεί η θηλυκιά για να συλλαμβάνει και να τρώει το θήραμά της. Ο αρσενικός θα πεθάνει αμέσως μετά την ερωτική συνάντηση.
Στην πηγή του νερού, στο Μάρμαρο, μια αρσενική Λιβελούλη ζουζουνίζει και ζευγαρώνει στον αέρα με τη θηλυκιά, αφού πρώτα την πλευρίσει και τη δαγκώσει από πίσω ώστε να κρατιόνται μαζί στον αέρα κι ενώ κάνουν κύκλους η θηλυκιά κουλουριάζεται με τέχνη γύρω του.
Από τη Μαύρη Ράχη και μέχρι πάνω στο όρος Σύριγγας, γεμάτο απόκρημνες πλαγιές, γκρεμούς σάρες και μικρά φαράγγια μέχρι κάτω στον Αετό, στη σπηλιά του Λεντίνου και πίσω από τα Χάλαρα στον Άι Λούκα και στους προϊστορικούς τάφους ακούγονται κρωξίματα, κραυγές, μυκηθμοί κακαρίσματα, τιτιβίσματα, μουγκρητά και γουργουρητά.
Αρσενικές ακρίδες σκαρφαλώνουν στη ράχη της θηλυκιάς συντρόφου τους. Πηδηχτούλες πεταλούδες πετάνε ανάλαφρα από λουλούδι σε λουλούδι ενώ τις πλησιάζει ο αρσενικός για να ζευγαρώσει μαζί τους. Στη διάρκεια του παρατεταμένου ζευγαρώματος αποσπώνται τα γεννητικά του όργανα και παραμένουν μέσα στη θηλυκιά πεταλούδα, που συνεχίζει να πετάει ανάλαφρη μέσα στη ντάλα του καλοκαιριού από λουλούδι σε λουλούδι και να ρουφάει το νέκταρ, ενώ εκείνος ξεψυχάει σπαρταρώντας στο έδαφος. Κάτω από τις πέτρες οργιάζουν μικρά νηματόμορφα σκουλήκια αγκαλιασμένα σε ερωτικά συμπλέγματα. Πάνω στις φλούδες των κέδρων αρσενικά τζιτζίκια ρουφούν χυμούς και τρίβουν τα έλυτρά τους προσκαλώντας τις θηλυκές, μέρμηγκες ακολουθούν τα χνάρια των διαδρομών τους, γύρω παντού απλώνονται ερωτευμένοι ήχοι, βουητά, βόμβοι, καλέσματα από μαμούνες, μπιρμπιλόνια, παπουτσήδες. Το αρσενικό αλογάκι της παναγίας οδηγημένο από το γενετήσιο ένστικτο καβαλάει τη θηλυκιά και καθώς κάνουν έρωτα, η θηλυκιά με μια επιδέξια κίνηση των μπροστινών ποδιών της του αποκόβει το κεφάλι και το καταβροχθίζει, ενώ το υπόλοιπο σώμα του αρσενικού συνεχίζει την ερωτική ελεγεία.
Στο σούρουπο κατεβαίνουν από τα ουράνια μονοπάτια τα μεταναστευτικά πουλιά σε κοπάδια και αφού ξαποστάσουν λίγες ώρες και βατευτούν, σηκώνονται πάλι στον αέρα με οδηγό το νυχτοκόρακα και χάνονται σαν κινούμενες περισπωμένες στο ξεκίνημα της αιγαιοπελαγίτικης μέρας…
Παίρνει να χαράζει κι η πούλια λάμπει ψηλά στο γαλακτερό ουρανό.
Ναι, φίλοι μου. Τα πλάσματα της Απάνω Μεριάς διαβιούν όπως όλα τα έμβια στον πλανήτη μας, τα σμήνη των πουλιών, τα κοπάδια των ψαριών, τα θηλαστικά, οι αγέλες των ζώων, τα έντομα, πετάνε, κολυμπάνε, καλπάζουν και οδηγούνται από την ίδια μυστηριώδη δύναμη που τα καλεί κατά μόνας, κατά ζεύγη και ομαδικά να αναπαραχθούν και να πεθάνουν. Ο Οργασμός είναι το ύψιστο μυστικό της γενετήσιας διέγερσης και ικανοποίησης.
Σκίτσα της Εύης Τσακνιά
Γαλέρα, τεύχος 20, Οκτώβρης 2005