Για την προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος της Απάνω Μεριάς
του Ιωσήφ και της Ιουλίας Στεφάνου
Βρισκόµαστε στα 1989. Οι αλλαγές αντίληψης και νοοτροπίας, παράλληλα µε τις αντίστοιχες προόδους της τεχνολογίας και τις µεταβολές στον τρόπο ζωής, είναι συγκλονιστικά ραγδαίες.
Η γενιά που σήµερα διευθύνει, που κρατά στα χέρια της τα πράγµατα, είναι αυτή των παιδιών της κατοχής ή των πρώτων µεταπολεµικών χρόνων. Είµαστε εµείς που ευτυχήσαµε να ζήσουµε – ή δυστυχήσαµε να υποστούµε – τις ανεπανάληπτες εμπειρίες αυτών των αλλαγών που στη διάρκεια της δικής µας ζωής, µέσα από το δικό µας πέρασµα, ο βράχος της Χώρας µεταµορφώθηκε, σιγά σιγά, από μεσαιωνικό χωριουδάκι, σε σύγχρονο οικισµό µε δικό του ραδιοφωνικό σταθµό και η Ερµούπολη από φτωχιά ξεπεσµένη και σχεδόν ξεχασμένη γωνιά – ακόµα το 1970 στο ΚΕΠΕ και στο τότε υπουργείο Συντονισµού δεν υπήρχε ούτε χάρτης, ούτε µια αναφορά για αυτή την έρηµη την πόλη – έφθασε σήµερα να θεωρείται σαν µια από τις πόλεις µε το µεγαλύτερο κατά κεφαλή εισόδηµα.
Ποιος αλήθεια πριν τριάντα, σαράντα χρόνια θα µπορούσε να διανοηθεί µια τέτοια µεταµόρφωση στον τρόπο ζωής στο βιοτικό και οικονομικό επίπεδο των κατοίκων της Σύρας;
Όλη αυτή η κοινωνικο-οικονοµική αλλαγή, παράλληλα µε την οριστική επικράτηση ενός γενικού θεσµικού πλαισίου απέναντι στο παραδοσιακό εθιµικό δίκαιο που επί αιώνες ίσχυε στο Βράχο, είχε όπως ήταν φυσικό τις επιπτώσεις της που αποτυπώθηκαν ριζικά και στο κέλυφος. Μέσα σε λίγα χρόνια, πράγματι µπορεί κανείς να καταγράψει αλλαγές στα κτίρια, τους δρόµους, τους ανοικτούς χώρους κ.λ.π., που άλλοτε θα χρειαζόντουσαν αιώνες για να επέλθουν.
Μέχρι και τα πρώτα µεταπολεµικά χρόνια, η φτώχεια, αλλά και η συντηρητική νοοτροπία των κατοίκων ιδιαίτερα της Άνω Σύρας, περιόριζαν τις παρεµβάσεις στο επίπεδο των αναγκαίων µικροεπισκευών συντήρησης και καµιά ριζική αλλαγή στις όψεις ή το συνολικό όγκο των κτιρίων δεν ήταν διανοητή.
Την 10ετία του 50 ο Γενικός Οικοδοµικός Κανονισµός επιβάλλεται απρόσωπος και στις πιο απόµερες γωνιές της Επικρατείας. Η γενικευμένη πια χρήση του µπετόν µαζί µε τις τεχνικές διευκολύνσεις προσφέρει και νέες δυνατότητες µορφολόγησης.
Ποιος όµως είναι αυτός που θα ασχοληθεί την κρίσιµη τούτη ώρα µε τον τοπικό χαρακτήρα των νησιών; Τη στιγµή που µόλις µια δεκαετία αργότερα ο καθηγητής της μορφολογίας του Ε.Μ. Πολυτεχνείου Π.Μιχελής ξεκινούσε µια πρώτη προσπάθεια αποτύπωσης, των πιο χαρακτηριστικών κτισµάτων κάθε νησιού από τους σπουδαστές, µε στόχο την πρώτη αναγνώριση του χαρακτήρα τους, και ο όρος Λαϊκή Αρχιτεκτονική µόλις άρχιζε να κυκλοφορεί ανάµεσα στους πιο καλλιεργηµένους αρχιτέκτονες.
Μοιραία λοιπόν το αισθητικό πρότυπο που επικρατούσε σ’ όλη τη Σύρα δεν διέφερε σε τίποτε από εκείνο των λαϊκών περιχώρων της Αθήνας (Περιστέρι, Αιγάλεω, Κορυδαλλός κ.λ.π) και ευτυχώς λόγω κλίµακας τα κτίρια εδώ περιορίζονταν στα µεγέθη µονοκατοικΙας.
Την 10ετια του 70 η Σύρα µαζί µε τα άλλα νησιά εντάσσεται στους αξιόλογους οικισµούς που απαιτούν προστασία. Είναι γνωστή η στροφή της χώρας µας, προς την κατεύθυνση της προστασίας, συντήρησης και προβολής της αρχιτεκτονικής κληρονοµιάς κατά τα χρόνια αυτά, ιδίως µετά το Παγκόσµιο Συνέδριο του Άµστερνταµ το 1975.
Το νέο Σύνταγµα, ο Γενικός Οικοδοµικός Κανονισμός και όλη η νεότερη σχετική νοµολογία ασχολούνται πια ειδικά µε το θέµα αυτό.
Γνωστή είναι επίσης η, οπωσδήποτε όχι αδικαιολόγητη, βίαιη αντίδραση των κατοίκων στο χαρακτηρισµό των οικισµών του νησιού σαν αξιολόγων. Και τονίζουμε το όχι αδικαιολόγητη γιατί η δυσκαμψία ή η δυσκολία προσαρµογής των διοικητικών µηχανισµών στη νέα κατάσταση που δηµιουργούσε το καθεστώς προστασίας επέβαλε χρονοβόρες διαδικασίες που έφθαναν σε αναµονή µέχρι και 2 χρόνων για την έκδοση µιας άδειας επισκευής, για την επιδιόρθωση µιας στέγης που εν τω µεταξύ έσταζε.
Εν τούτοις, η όλη προσπάθεια, έστω και µε αργό ρυθµό καρποφόρησε. Σήµερα, δεν θεωρείται ούτε ουτοπιστικό, ούτε ιδιαίτερα δύσκολο, να επισκευαστεί κάποιο παραδοσιακό σπίτι, ενώ η διατήρηση τουλάχιστον των όψεων των νεοκλασικών αριστουργηµάτων της Eρµoυπόλεως κρίνεται από όλους αναµφισβήτητη.
Αυτό όµως δε σημαίνει ότι σαν λαός φθάσαµε ήδη στο πολιτιστικό επίπεδο εκείνο που η διατήρηση και κυρίως η συνέχιση της πολιτιστικής µας κληρονοµιάς να µας έχει γίνει βίωµα.
Οι περισσότερες αποκαταστάσεις κτιρίων ή συνόλων παρουσιάζουν σοβαρά λάθη, οι δε προσπάθειες για δηµιουργία νέων κτιρίων που θα εντάσσονται στο χαρακτήρα περιορίζονται για την πόλη κυρίως σε µερικά κιτς ψευτονεοκλασικίζοντα κτίρια που κατά κανόνα προσβάλλουν τον ίδιο το νεοκλασικό ρυθµό µε τα χονδροειδή λάθη τους στις αναλογίες, στον αριθµό ανοιγµάτων και εξωστών µε ψευτοκαγκελιές και ψευτοφουρούσια και στα τελείως αµελέτητα κοµµάτια των κορνιζών κ.λ.π.
Ανάλογη είναι η αδυναµία και η φτώχεια σύλληψης για τα κτίρια της υπαίθρου. Ο τύπος του Συριανού αγροτικού σπιτιού έχει παραµεληθεί τελείως και παντού οι νέες κατασκευές – κτίρια κυρίως προορισµένα για δεύτερη κατοικία – µιµούνται κατά τρόπο πολλές φορές ιδιαίτερα γελοίο, αρχιτεκτονική άλλων νησιών ή και άλλων χωρών, παρουσιάζοντας έτσι ένα σύμμικτο Μυκονιάζον – Εσπανιολέ στυλ µε ψεύτικες καµάρες στο πάχος δροµικού πολλές φορές τούβλου, µε καµπυλωτά δοκάρια στη στέγη – πέργκολες και ακανθοειδείς µαύρους ή άσπρους µεντεσέδες.
Πέρα όµως από την αλλοίωση και απομάκρυνση από το χαρακτήρα, στην κλίµακα της αρχιτεκτονικής υπάρχει και µια άλλη διάσταση, που δεν πρέπει να αγνοείται. Ο πολεοδοµικός αλλά και ο γενικότερος χαρακτήρας του νησιού σε ευρύτερη κλίµακα.
Ήδη τα παράλια χωριά της Κάτω Μεριάς έχουν μεταμορφωθεί σε εξοχές παραθερισµού και σε πλαζ που δεν έχουν να επιδείξουν ή να ζηλέψουν τίποτε από τις αντίστοιχες πολυσύχναστες πλαζ των άλλων νησιών ή της Αττικής. Η πολυσυζητηµένη ανάπτυξή τους έχει γίνει µε τρόπο τελείως ανοργάνωτο και ερασιτεχνικό µε αποτέλεσµα να καταστρέφονται οι φυσικοί και πολιτιστικοί τους πόροι, µέσα από µια κατανάλωση χωρίς το ανάλογο αντίκρυσµα.
Η χωρητικότητα των ακτών, η ευαισθησία του τοπίου, η δυναµικότητα των υπόλοιπων πόρων του χωριού, η διαφύλαξη και προβολή των στοιχείων που κάνουν τον τόπο τόσο θελκτικό, δεν έχουν σε καµιά περίπτωση ληφθεί υπ’ όψη ενώ η σπέκουλα της γης, η κατασπατάληση του χώρου και η υποβάθµιση της ποιότητάς του µε πρόχειρες και µεµονωµένες κατασκευαστικές προσπάθειες, είναι στοιχεία εµφανή σε κάθε παραλία του νότιου µέρους του νησιού.
Υπό τις προϋποθέσεις αυτές οι προτάσεις της Πολεοδοµικής Μελέτης για υπαγωγή σε Ζ.Ο.Ε (Ζώνες Οικιστικού Ελέγχου) όλης της Επάνω Μεριάς θα πρέπει να θεωρούνται σαν το ελάχιστο µέσο πρόληψης και σαν ελάχιστη οφειλή µας στην επόµενη γενιά.
Ο µύθος της αέναης ανάπτυξης έχει ήδη παγκόσµια καταπέσει και εµείς δε θα πρέπει να αγνοήσουµε τη διεθνή εμπειρία και όπως σε τόσες άλλες περιπτώσεις να ανακαλύψουµε µετά από πενήντα χρόνια µια παταγώδη αποτυχία µόνο και µόνο γιατί δε δεχτήκαµε να παραδειγµατιστούµε από αποτυχίες άλλων που προηγήθηκαν.
Τι σημαίνει για τη Σύρα ο όρος «Ανάπτυξη της Επάνω Μεριάς;» Τι σημαίνει «Τουριστική Αξιοποίηση», στοιχείο που µε τόση επιµονή και καµάρι επιδιώκεται σε διάφορες προτάσεις;
Ο τουρισµός είναι πράγµατι ένας τρόπος εκµετάλλευσης της οµορφιάς ενός τόπου και των φυσικών και πολιτιστικών πόρων που αυτός διαθέτει, τρόπος όµως που στοιχίζει ιδιαίτερα σε κοινωνικό, ψυχολογικό και πολιτιστικό κόστος.
Γι’ αυτό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή κάθε φορά που επιλέγεται αυτός ο τοµέας για ανάπτυξη. Ξεπουλά κανείς πιο άκοπα τους φυσικούς και πολιτιστικούς θησαυρούς του, αλλά αν η επένδυση δε γίνει σωστά, πολύ γρήγορα µένει απογυµνωµένος και εγκαταλειµµένος από τους πελάτες που αφού καταναλώσουν σπάταλα θα στραφούν σε άλλες αγορές.
Ποιο είναι σήµερα το κατά κεφαλήν εισόδηµα των Συριανών; Οι στατιστικές λένε ότι είναι σε τέτοια επίπεδα υψηλό που µε τίποτε δε δικαιολογείται εκποίηση των πολύτιµων αγαθών που διαθέτει η Σύρα για περαιτέρω αύξησή του. Άλλωστε µε τον τρόπο που µέχρι σήµερα γίνεται η τουριστική εκµετάλλευση, σε ελάχιστες περιπτώσεις µπορούµε να µιλάµε για κατανοµή του τουριστικού εισοδήµατος. Κατά κανόνα αυτό περιορίζεται να κυκλοφορεί σε ιδιαίτερα στενά κυκλώµατα κάνοντας πλούσιους ορισµένους µόνο ιδιοκτήτες.
Ποιο είναι σήµερα το ποσοστό ανεργίας στη Σύρα που θα δικαιολογούσε την αναζήτηση µιας τόσο επισφαλούς απασχόλησης έστω και για προσωρινή κάλυψη ενός τέτοιου ποσοστού. Μα και στο σηµείο αυτό οι στατιστικές επιβεβαιώνουν ότι στη Σύρα το ποσοστό ανεργίας είναι σχεδόν ανύπαρκτο.
Για ποιους λοιπόν θα πρέπει να εκποιήσουµε την κληρονοµιά µας; Θα φέρουµε ανθρώπινο δυναµικό από άλλα νησιά ή από άλλα µέρη της Ελλάδας για να απασχοληθούν µε την προσφορά τουριστικών υπηρεσιών και σε ποιο γενικότερο αναπτυξιακό σχέδιο εντάσσεται κάτι τέτοιο;
Ποιο χωροταξικό ή αναπτυξιακό σχέδιο της χώρας προβλέπει ενίσχυση και πληθυσµιακή αύξηση της Ερµούπολης και τόνωση του διακυκλαδικού ρόλου της; Αν υπήρχε κάτι τέτοιο θα έπρεπε να προβλέπει και τις απαραίτητες επενδύσεις και ας είµαστε σίγουροι πως, αν ποτέ γινόταν κάτι τέτοιο, δε θα ήταν ο τοµέας του τουρισµού που θα τονιζόταν σαν το κύριο ενδιαφέρον ενός ανάλογου σχεδίου, αλλά ο δευτερογενής βιοµηχανικός τοµέας και από τον τριτογενή ό,τι έχει σχέση κυρίως µε προσφορά διοικητικών υπηρεσιών.
Σε ό,τι αφορά τον πρωτογενή τοµέα η γεωργία στη Σύρα µετά από την τροµερή αφαίµαξη σε ανθρώπινο δυναµικό κατά τις δεκαετίες 40-50 επιβιώνει υποτυπωδώς στην Κάτω Μεριά µε συνεχή µεΙωση των απασχολουµένων σ’ αυτή λόγω απορρόφησής τους από το Νεώριο και τον τουρισµό, ενώ σβήνει και εξαφανίζεται σε ανησυχητικά γρήγορο ρυθµό στην Επάνω Μεριά.
Σ’ όλο το βόρειο τµήµα του νησιού µία ή δύο οικογένειες σε καθένα από τα πιο δυναµικά χωριά εξακολουθούν να προσφέρουν µερικά µέλη τους στον ιδιαίτερα απωθητικό στις µέρες µας -λόγω τοπικών συνθηκών – τοµέα της γεωργίας σε καθαρά επαγγελµατικό επίπεδο και δεν υπάρχει ούτε ένας νέος που να έχει επιλέξει το επάγγελµα του αγρότη, του «χωριανού», για να παραλάβει τη σκυτάλη από τη γενιά που ήδη αποσύρεται.
Εν τούτοις η εικόνα που παρουσιάζει η Επάνω Μεριά δεν είναι τόσο ζοφερή. Μια νέα µορφή ερασιτεχνικής καλλιέργειας δεύτερης απασχόλησης έλκει τους αστικοποιηµένους πια ιδιοκτήτες των κτηµάτων και σπιτιών στη χρησιµοποίησή τους σαν παραθεριστική κατοικία, και την έστω και όχι ιδιαίτερα εντατική και µε παραδοσιακούς τρόπους καλλιέργεια και εκμετάλλευση των µικρών σκαλωτών κτηµάτων, των µικρών αµπελιών και ιδιαίτερα στην ανάπτυξη µιας όχι αξιοκαταφρόνητης µελισσοκοµίας. Τα συκοστάφυλλα, τα άνυδρα πεπόνια και ζαρζαβατικά (µοναδικής ποιότητας ντοµάτες, φασολάκια, κρεµµύδια κ.λ.π), και το περιζήτητο µέλι είναι τα κύρια προϊόντα αυτών των παράλληλων απασχολήσεων των απανωχωριτών.
Ακόµα ο τόπος µε την ηρεµία και τη γαλήνη του αποτελεί ένα από τους ελάχιστους «παρθένους αναλλοίωτους χώρους» δείγµα της ελληνικής νησιώτικης φύσης, αλλά και µιας µακροχρόνιας από αιώνες αποκτηµένης παράδοσης που δε θα έπρεπε µε κανένα αντάλλαγµα να υποβαθµισθεί.
Η τάση διάνοιξης δρόµων παντού για να «αναπτυχθούν» τα χωριά δεν έχει στην πραγµατικότητα καµιά δικαιολογία αφού σήµερα πια ο όρος ανάπτυξη θα πρέπει να αντικατασταθεί µε τον πλέον πρόσφορο για την περίπτωση «αναβίωση» και αφού ήδη όλα τα υπάρχοντα όχι µόνο µικρά χωριά, αλλά και απλά οικογενειακά συγκροτήματα εξυπηρετούνται οδικώς.
Το να µιλάει πάλι κανείς για διάνοιξη δρόµων προς τις ακτές για την αξιοποίησή τους ισοδυναμεί με πρόταση υποβάθμισης και καταστροφής τους. Οι ακτές της Επάνω Μεριάς είναι ιδιαίτερα όμορφες ακριβώς γιατί είναι παρθένες και άγριες. Η χωρητικότητά τους όμως είναι τόσο περιορισμένη ώστε τα πληρώματα πέντε αυτοκινήτων να δημιουργήσουν συνωστισμό στις περισσότερες απ’ αυτές.
Το γεγονός ότι σήμερα μπορεί κάποιος με μια σχετικά μικρή διαδρομή με βάρκα ή με πεζοπορία κατά μέσον όρο μιας ώρας να ζήσει την ομορφιά του φυσικού κυκλαδίτικου τοπίου, είναι ένα δικαίωμα που δε θα πρέπει εύκολα να εκποιηθεί.
Τι θα προσφέρει ένας δρόμος εκτός από μερικά κτίσματα και ίσως κάποιο κέντρο που θα “εξυπηρετεί” τους επισκέπτες προσφέροντάς τους – σαν αποζημίωση για την αταίριαστη στο μέρος παρουσία του- κάποιο αναψυκτικό ή φαγητό; Μα δεν υπάρχουν τόσα μέρη για όσους ενδιαφέρονται να καταναλώσουν ανέσεις και φαγοπότι, κοντά στη θάλασσα;
Ο Γαλησσάς, η Βάρη, ο Φοίνικας, οι Αγκαθωπές, το Κίνι, ο Μέγας Γιαλός διαθέτουν τόσα κέντρα που θα μπορούσαν να καλύψουν ανάγκες διπλάσιας και τριπλάσιας πελατείας απ’ αυτήν που μπορεί σήμερα να προσφέρει ο συριανός πληθυσμός και οι επισκεπτόμενοι το νησί τουρίστες.
Όλοι αναζητούμε κάποιο νέο τόπο, παρθένο, απείραχτο, μόλις όμως τον εντοπίσουμε παρεμβαίνουμε με τόσο αδιάκριτο τρόπο που και η παρουσία των πρώτων λίγων χρηστών του να τον καταστρέφει, να τον αλλοιώνει, να τον υποβαθμίζει. Ας πάρουμε για παράδειγμα το μέχρι χτες απείραχτο πανέμορφο Δελφίνι. Σε λίγο δε θα διαφέρει από την Αζόλιμνο ή το Μέγα Γιαλό παρόλο που ο υποτυπώδης δρόμος του δημιουργεί ακόμα πολλές δυσκολίες στην προσπέλαση.
Από τη στιγμή όμως που το αυτοκίνητο έφτασε, η καταστροφή είναι αναπόφευκτη. Γιατί τόση βιασύνη να αλλοτριώσουμε τα πάντα; Γιατί τόση έμφαση ακόμα σήμερα στην ανάγκη διάνοιξης δρόμων εκεί που δεν χρειάζονται, αλλά και βλάπτουν;
Είναι απίστευτο, αλλά ακόμη σήμερα μετά τόσα χρόνια από το ξεκίνημα ανασυγκρότησης της ρημαγμένης από τον πόλεμο χώρας μας, διατηρούμε τα είδωλα προτύπων ανάπτυξης εκείνης της εποχής. Σήμερα ακόμα στη συνείδηση των ψηφοφόρων και των δημοτικών αρχόντων η διάνοιξη σημαίνει θετική δραστηριότητα, πρόοδο, έργα ανάπτυξης… Μ’ αυτό άλλωστε το έρεισμα της διάνοιξης δρόμου που θα έκανε προσπελάσιμη μια ακτή της Επάνω Μεριάς (αυτή του Κορακιού) οι δημότες της Άνω Σύρας στη γενική συνέλευση που έγινε για να εγκριθεί η εγκατάσταση σκουπιδότοπου στο σημείο εκείνο, πείσθηκαν να συμφωνήσουν µε µια πρόταση που στην ουσία κατέστρεψε ένα τόπο ο οποίος και λόγω ιστορίας (κάτω από τη σπηλιά του Φερεκύδη), αλλά και φυσικών ποιοτήτων που διαθέτει, θα έπρεπε από καιρό να χαρακτηριστεί σαν «τοπίο ιδιαιτέρου κάλλους» και να έχει προστατευθεί.
Το θέµα όµως της διάνοιξης δρόµων δεν είναι µόνο αισθητικό. Τα προβλήµατα που δημιουργεί µια τέτοια παρέµβαση είναι ποικίλα ένα από τα σπουδαιότερα είναι οι ανωµαλίες που προκαλούνται στη ζωή της πανίδας του τόπου. Η συχνή π.χ. διέλευση οχηµάτων από ένα δρόµο στα βουνά της Επάνω Μεριάς εµποδίζει την εποχιακή και ανάλογα µε τους ανέµους µετακίνηση των µικρών άγριων ζώων από την ανατολική προς την δυτική πλευρά του νησιού και αντίθετα.
Η πολυκοσμία εξάλλου και η πυκνοκατοίκηση περιοχών είναι από τους αρνητικότερους παράγοντες στη µελισσοκομία αφού είναι γνωστή η αυστηρή όσο και ευαίσθητη συµπεριφορά του δείγµατος εργατικότητας εντόµου. Από πολιτισµικής απόψεως οι τοποθεσίες της Επάνω Μεριάς πέρα από την εξαιρετική ευμορφία, την έντονη φυσιογνωμία, την ιδιαιτέρα ανοιχτή θέα κ.λ.π που συνθέτουν την ιδιαίτερα υψηλή αισθητική τους ποιότητα διαθέτουν και ισχυρότατη σηµαντική αξία αφού σχεδόν κάθε βράχος και κάθε σπηλιά συνδέεται µε µια ιστορία, ένα µύθο, ένα θρύλο, µια αφήγηση, που τις περισσότερες φορές συνδέεται µε το ίδιο τους το όνοµα.
Η Αληθινή, η Σπηλιά του Φιλοσόφου, το Ελληνικό, το Πηγάδι της Ανεβρούχας, τα Χρυσά Δαχτυλίδια, η Σπηλιά του Λεντίνου, η σπηλιά του Απιανού, τα Γράµµατα, το Καστρί, η Χαλανδριανή κ.λ.π. έχουν όλα να διηγηθούν από µια ή περισσότερες ιστορίες που δείχνουν τη λαϊκή σοφία και την αγάπη αυτών των κατοίκων για το νησί τους, την ιστορία και τη μυθοπλασία που κάνει τους κατοίκους του βράχου καλλιτέχνες, ποιητές, φιλόσοφους.
Αξίζει ασφαλώς σε µια επόµενη παρουσίαση της Επάνω Μεριάς, και όσο είναι καιρός, να ασχοληθεί κανείς ειδικά µε τη “συµβολική και σηµαντική” αυτή πλευρά των τόπων µε την αφήγηση και ερμηνεία όλων αυτών των ιστοριών και θρύλων. Ίσως µια τέτοια προσπάθεια να ξαναθυμίσει στους τωρινούς κατοίκους την ευθύνη τους απέναντι στην ιστορία τους και τον τόπο τους και να αποφευχθούν στο µέλλον καταστροφές σαν αυτή της Σπηλιάς του Απιανού που ανατινάχθηκε άσκοπα από µια απλή υπόνοια ότι ίσως θα µπορούσε έτσι καταστρεφόµενη να δώσει περισσότερο νερό για εκμετάλλευση µαζί µε το νερό του Σύριγγα. Τελικά το νερό χάθηκε λες και η σπηλιά θέλοντας να εκδικηθεί τους καταστροφείς της κατάπιε την ίδια την πηγή της.
Αλλοιώθηκε όµως και ακρωτηριάσθηκε φριχτά ένας τόπος συνδεδεµένος µε την πιο ροµαντική απαγωγή του περασµένου αιώνα.
Τέλος µια άλλη διάσταση που δε θα έπρεπε να παραλειφθεί είναι αυτή του παρθένου άγριου τοπίου που σχηµατισµένο από διάφορες γεωλογικές περιπέτειες του νησιού παρουσιάζει εντυπωσιακά δείγµατα µοναδικής επιβλητικότητας. Τα Χάλαρα, οι Σχιζοµενές, οι διάφοροι µεµονωµένοι βράχοι που σαν µετεωρίτες εµφανίζονται ξαφνικά φυτεµένοι στα πιο απίθανα µέρη, οι κατακόρυφες πλαγιές ιδίως των δυτικών ακτών όπως των Γραµµάτων κ.λ.π προσφέρουν στη θέα και το πλησίασµά τους, µοναδικές συγκινήσεις και θα έπρεπε µε κάθε τρόπο να διαφυλαχθούν ανέπαφα σαν “φυσικά µνηµεία”.
Η πρόταση για ένταξη σε ΖΟΕ (Ζώνη Οικιστικού Ελέγχου) όλης της Επάνω Μεριάς ουσιαστικά στοχεύει στη µη οικοπεδοποίησή της. Στο να προλάβει το κακό, τα χωράφια, τις σκλερές και τους βράχους να τα αντικαταστήσουµε µε οικόπεδα και τις ξερολιθιές µε συρµατοπλέγµατα περίφραξης, τις µοσχοµυριστές από φυσικό θυµάρι πλαγιές µε µπαζότοπους. Διαθέτουµε ένα από τους λίγους τόπους της Ελλάδας που µπορείς να περπατήσεις δύο ώρες στο βουvό χωρίς να πέσεις επάvω σε σκουπίδια και µπάζα. Έχουµε όχι µόvο καθήκοv, αλλά και ηθική υποχρέωση να το σώσουµε, να αφήσουµε για τη γενιά των παιδιών µας που ίσως να είvαι πιο συvετή, πιο παραδειγµατισµέvη και ασφαλώς πιο καλλιεργηµέvη, τηv δυvατότητα να κάvει και αυτή τις δικές της επιλογές γι’ αυτή την κληρονοµιά που τόσο απλόχερα µας χάρισε η Φύση και οι πρόγοvοί µας.
πηγή: Συριανά Γράμματα, τ. 8, 1989